Friday 21 May 2010

Ο μεγάλος Χάννος


«Χάννος είμαι, χάνομαι, πέρκα είμαι, πιάνομαι, γύλος είμαι, σε γελώ και το δόλωμα χαλώ»

Αγαπητέ Δημήτρη,

Η συγκρατημένη αισιοδοξία για σωστή πορεία προς την λύση που είχα όταν ανέλαβες τα ηνία, έδωσε πλέον την θέση της στη απόλυτη απογοήτευση.

Τελικά απεδείχθης μικρότερος των περιστάσεων. Το μόνο πράγμα που κάνεις είναι να λέεις συνεχώς και προς όλους ότι επιθυμείς και εργάζεσαι για λύση το κυπριακού. Μόνο που οι προσπάθειές σου παραμένουν μόνο στα λόγια. Σου λείπουν, φοβάμαι, τα ηγετικά και διοικητικά στοιχεία που είναι απαραίτητα εχέγγυα για να πετύχεις αυτόν τον σκοπό.

Για να λύσεις το κυπριακό χρειάζεται να έχεις γερό στήριγμα. Και αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από ένα σωστά και δίκαια διοικούμενο κράτος με διεθνείς πολιτικές συμμαχίες και ένα κλίμα συναίνεσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων του τόπου. Το μόνο που μπορώ να πω για τούτα είναι ‘πού σου νεύκω, πού πάεις’. Αλλά είναι και μιά άλλη παροιμία που έχει θέση: ‘τον έναν αντράπου τον, τον άλλον φοήθου τον, δεν εκάμαμεν κοπελλούδκια με τον άντρα μας’. Αυτό φαίνεται από τις αλλοπρόσαλλες κατά καιρούς αποφάσεις σου που είναι φανερό πως σου τις επιβάλλουν άλλοι κι εσύ, αντί να στήσεις πόδι και να κρατήσεις τον πούντο σου, τις δέχεσαι και την παθαίνεις σαν τον χάννο. Μα δεν είναι έτσι που κυβερνούν. Χρειάζεται πρόγραμμα, πυγμή και ... ‘μύδια’ για να ακολουθήσεις το πρόγραμμα στο οποίο πιστεύεις. Και όχι να ακούεις και να δέχεσαι ότι σου λέει ο ένας και ο άλλος.

Τώρα, τί να περιμένω, δεν ξέρω. Κάνε κάτι που θα με εκπλήξει. Γιατί θα είναι, για μένα, μεγάλη έκπληξη αν καταφέρεις κάτι με την πολιτική που κουλιαντιρίζεις.

Thursday 13 May 2010

Μη προτρεχέτω η γλώττα της διανοίας

Φωτο: (*)


Πανιερότατε, ή καλύτερα, Παμπονηρότατε, όπως άκουσα να σας αποκαλούν πρόσφατα,

Οι καιροί αλλάζουν. Το βαθύ σκότος του μεσαίωνα έδωσε την θέση του στο φως, την διαφάνεια και, προ παντός, στη ελεύθερη σκέψη, την χωρίς φόβο και την με πάθος.

Η εξ ιερατείων εκπορευόμενη και συμπροσκυνούμενη φοβία έχει απέλθει, όπως και το ποτήριον του φόβου, ανεπιστρεπτί. Οι άνθρωποι πλέον βλέπουν, εξετάζουν, ακούνε και μιλάνε ελεύθερα, έχουν δική τους γνώμη για τα πάντα και τους πάντες.

Με λίγα λόγια, όλοι πια σας πήρανε χαμπάρι.

Και δεν είστε, φοβάμαι, καθόλου σε θέση, εσείς, με το περισπούδαστο και εξυπνοβλακίστικο ύφος σας και με τον πρότερο και τωρινό σας βίον, να κατακρίνετε την Γενική Ελεγκτή, Χρυστάλλα Γιωρκάτζη και να της αποδίδεται αλλότρια κίνητρα (ποίος; εσείς;), μιαν από τους πολύ λίγους δημόσιους λειτουργούς που εκτελούν με πάσα ακεραιότητα τα καθήκοντα που τους ανετέθησαν επειδή λέει πράγματα (και θαύματα) που δεν σας βολεύουν.

Ούσσου, Μακαριότατε, ούσσου να μεν σ’ ακούσουν τζαι πάρακατω.


(*) γάροι ελεύθερης βοσκής στον Απόστολο Ανδρέα

Tuesday 11 May 2010

Η Μακέτα του Νέου Καθεδρικού Ναού


Για να μην πας παίρνουν και για άσχετους οι ξένοι επίσημοι.


- ΥΓ. Δώστε λεφτά για την ανέγερση και εξοπλισμό νοσοκομείων. Μας έχει διαλύσει  ο καρκίνος. Φτάνει πια να χτίζετε εκκλησίες - αρχιτεκτονικά εκτρώματα.



Monday 3 May 2010

ΜΗΤΣΟΣ ΤΟ ΚΟΡΟΙΔΟ



ΠΡΟΣΕΧΩΣ στο κινηματοθέατρο «ΕΛΛΑΣ», το αξέχαστο ρετρό αριστούργημα

ΜΗΤΣΟΣ ΤΟ ΚΟΡΟΙΔΟ

Ξεκινά ο Μήτσος απ’ το χωριό και πάει στη πόλη. Μένει μαζί με τον ξάδελφό του τον Λάμπρο σε μια γκαρσονιέρα στη Κυψέλη. Πρώτη δουλειά λαντζιέρης σε μεγάλο εστιατόριο της Πλάκας. Σε δύο χρόνια αναλαμβάνει σερβιτόρος στο ίδιο εστιατόριο. Φεύγει από την γκαρσονιέρα και παίρνει μια άλλη μόνος του στο Παγκράτι. Πάει στη δουλειά με το τρόλεϊ και τα πόδια. Στέλλει αδιαλείπτως 200 ευρώ τον μήνα στους γέρους του στο χωριό. Μετά τα προσωπικά του έξοδα, νοίκι μπαρμπέρη, καφενείο και δυο τρεις αλλαξιές ρούχα-παπούτσια τον χρόνο, του μένουν άλλα περίπου 400 ευρώ που τα βάζει με βιβλιάριο στην τράπεζα. Αλλάζοντας δυο φορές μαγαζί, στην Πλάκα και πάλι, καταφέρνει να αυξήσει το εισόδημα του με αποτέλεσμα να κονομά πάνω από χίλια ευρώ τον μήνα. Εν τω μεταξύ, ο ξάδελφος ο Λάμπρος, έχοντας πιάσει στενές φιλίες με τον Ηλία από το Μεταξουργείο, καταπιάνεται πλέον με αγοραπωλησίες ακινήτων. Έχει στα σκαριά μια καλή δουλειά, να αγοράσει ένα κτήμα στην Βάρη από μια γριά που δεν έχει οικογένεια, όπου με δάνειο από την τράπεζα θα κτίσει μια μικρή πολυκατοικιούλα, θα πωλήσει όλα τα διαμερίσματα και έτσι θα λύσει για καλά το οικονομικό του πρόβλημα. Ένα σαββατιάτικο πρωινό, ενώ πίνουν με τον Μήτσο το φραπεδάκι τους, πείθει τον Μήτσο να συμβάλει στην αγορά του κτήματος κατά το ήμισυ με αντάλλαγμα τρία διαμερίσματα ολόδικά του στην πολυκατοικία που θα κτίσουν στη Βάρη. Θα πουλήσει τα δύο και θα κρατήσει το ένα για τον εαυτό του και την μελλοντική του σύζυγο. Δίνει τα μισά λεφτά για το κτήμα όπως συμφωνήσαν και ο Λάμπρος την άλλη μέρα αγοράζει το κτήμα από την γριά. Το βράδυ, τα δυο ξαδέλφια μαζί με τον Ηλία, το γιορτάζουν σε ένα παραθαλάσσιο σκυλάδικο. Όταν μετά από δύο χρόνια ο Μήτσος ρωτάει επίμονα πλέον τον Λάμπρο πότε αρχίζουν κτίσιμο, μαθαίνει πως ο Λάμπρος πούλησε το κτήμα και έδωσε τα λεφτά στον Ηλία να τα επενδύσει σε μια νέα επιχείρηση που ασχολείται με κτηματομεσιτικά σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και πως σύντομα θα έχουν πολλά μετρητά στην τράπεζα από τα κέρδη. Μετά από άλλους έξι μήνες αναμονής, πάει ο Μήτσος να βρει τον Λάμπρο να ρωτήσει πως πάει η επιχείρηση. Όπου να ‘ναι, του λεει ο Λάμπρος, έρχεται από το Κίεβο ο Ηλίας όπου πήγε μαζί με τη νέα του πλούσια ρωσίδα σύζυγο να φέρουν κι άλλα λεφτά να μεγαλώσουν κι άλλο την επιχείρηση για να μπουν και στο χρηματιστήριο. Και τότε θα τα κονομήσουν για τα καλά!

Επόμενη ταινία: Η ΜΕΓΑΛΗ ΛΗΣΤΕΙΑ