Ανταν τζι’αρκέψαν οι κρυφοί ανέμοι τζαι φυσούσαν, εφόρτωσεν μιαν κοφίνα κολοκάσι τζι’ επήεν εις την Σύγκρασην. Φτάνοντας στο χωρκόν, επέζεψεν έσσω του φίλου του το Χασάνη. Η γεναίκα του άμαν τον είδεν νάρκεται τζαι να κουβαλά τζαι το κολοκάσιν, έβαλεν τον τζι΄έκατστεν στον ηλιακόν, έκαμεν του καβέν τζι’ εβούρησεν να φωνάξη τ’ άντρα της. Τζιείνος έμεινεν μόνος του τζι΄επερίμενεν. Αμμά έν τζ΄άντεχεν τζαι πολλά δίχα να κάμνει τα κεβεσεκλίκια του. Όπως τον δκιάολον που άμαν έν είσιεν δουλειές έκαμνεν άλλα πράματα...
Ώς που νάρτουν έσσω ο Χασάνης με την γεναίκα του, έβκαλεν το κολοκάσι που την κοφίνα, έχωσεν το μες το δισάτσιιν του γαδάρου, τζαι γιόμωσεν την κοφίνα πέτρες. Εσσιέπασεν την με μιάν σακκούλα τζιάφηκεν πόξω έναν μάππον κολοκάσιν που τον έβαλεν μές την κοφίνα, πουπάνω που την σακκούλλαν.
Ο Χασάνης, πρώτα-πρώτα εφίλησεν του το σιέριν τζι΄είπεν του καλοσώρισες μάστρε-Φιλιππό, ήντα καλός αέρας σε φέρνει στο χωρκό μας; Έν τζαι περίμενεν να του απαντήση, έφερεν όλόισια την κολοκούαν με το ζούκκι τζι΄εγέμωσεν δκυό καντίλλες ξύσιηλες. Ύστερις, ένεψεν της Αισιές να ρκέψη να φέρνει μεζεκλίκια να τσιμπήσουν.
Άμαν εφάαν τζι’ είπιαν καλά-καλά, λαλεί του ο μάστρε-Φιλιππό, ρέ Χασάνη, τζείν το κολοκάσιν που μου πεψες προχτές στο Τρίκωμο επαττάλεψεν. Αλόπως έν έβαλες με τον παπάν με τον χότζια να του δκαιβάσουν, τζι΄ως που να το φέρει ο μισταρκός σου έσσω μου εγένικεν ούλλον πέτρα! Ίσια-ίσια που εκατάφερα τζαι γλύτωσα έναν μάππον, εφώναξα άξιππα τον παπα-Ιωάννην τζι΄εβλόησεν τον τζι’ έφερα τον να σου τον δείξω. Το άλλον ούλλον εγένηκεν πέτρα τζι΄εν εψήννετουν. Έβαλα το μές την κοφίνα τζι’ εφερα το να του κάμεις τίποτε γιατί έτσι πούναι, έν φελά.
Αμάν καίσιην, μάστρε-Φιλιππό, ήνταν πον τούτον το κακό που πάθαμεν; Γλύωρα ρά Αισιέ, α που να σ΄εχω στον θεόν μ' αγκαλεμένην που με ξυνέρισες με τες πελλάρες σου, φωναξε σου του χότζια να φωνάξω τζαι γιώ του παπά πέρκει κάμουν τίποτε γιατί ήντα μούτρα έν νάχουμεν να δούμεν κατάμματα τον μάστρε-Φιλιππό ξανά; Τζι’ ούλον μας το μάλιν αν γρειαστεί εν να το δώκουμεν του παπά τζαι του χότζια για να βλοήσουν τες πέτρες να ξαναγενούν κολοκάσιν. Που να πάμεν να σταθούμεν, ήντα μούτρα εν νάχουμεν, γλύωρα αντάκωνε τζι έν έχουμεν ώραν.
- Μέν φοάσαι μάστρε-Φιλιππό, έν να το κάμουμεν κολοκάσιν πάλε, τζι’ εν να σου το φέρω γιώ με το κτηνό μου ύστερις στο Τρίκωμο. Λάμνε να χαρείς έσσω σου, γιατί έτσι ρεζιλίκκι πού παθα, τζαι να σ’ έχω δαμαί να σε θωρώ τζιά ν’ αντρέπουμε περίτου έν το σώννω. Λάμνε, να χαρείς, τζι΄αλληξανά έτσι χαττάν εν τον παθαίννω, πρώτα εν να μου το βλοά ο παπάς τζι ο χότζια, τζι΄ύστερις εν να σου φέρνω το κολοκάσι.
Το κολοκάσιν εν να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει, γιατί σσιέπει το που τ’ άψη ο Θεός μας!
7 comments:
με την ανοβρια θα χασουμε και το κολοκάσι διαβαζαμε τις προάλλες
το κολοκάσι ας χαθεί, εν μου αρέσκει. τα λουφκιά όμως θέλω τα
Rose,
Λάκη,
Φοβάμαι πως μετά που είπαμε το νερό νεράκι, θα πούμε και το κολοκασάκι και το λουβί λουβάκι!
Πούλλες με καμποσον λεμονι τζαι αλας. Αψογο το κολοκασιν. Γνωστο και ως 'cyprus mango' χεχε !
Ωραία ιστορία εν την εξανάκουσα εκτός που το κολοκάσι έσιει τζιαι άλλα μυνήματα ?οξά εν η ιδέα μου? Εχω ξεσηνυθήσει και το κολοκάσι και το λουβί.Αλλά αρέσκου μου πολλά τα σουβλάκια μας.
Σταλαματιά, η ιστορία είναι φανταστική αν και βασίζεται σε γεγονότα. Επαφίεται στον αναγνώστη να εντοπίσει αν υπάρχουν μυνήματα.
χτυπήσαμε πα στην ξέρα
και μείναμε
Post a Comment