Sunday 18 October 2009

ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΙΓΜΩΝ - 3


... Συνέχεια από το προηγούμενο


3


ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ



«Δεν θα πάρετε ούτε καφέ ή τσάι;» ρώτησε η αεροσυνοδός όταν αρνήθηκε ευγενικά να πάρει το φαγητό που του πρόσφερε. «Τσάι, ναι, θα πάρω τσάι, παρακαλώ» και πήρε το φλιτζάνι που του έδωσε. Κρατούσε στα χέρια το βιβλίο χωρίς να το κοιτάζει. Χαλάρωνε, όταν ταξίδευε με αεροπλάνο, πιο πολύ γιατί όλο τον χρόνο που θα διαρκούσε η πτήση δεν θα μπορούσε να κάνει και τίποτα περισσότερο. Βυθιζόταν στο βιβλίο ή στις σκέψεις του. Πολλές φορές του φάνηκε σύντομη η πτήση και πως άνετα θα καθόταν έτσι ακόμα περισσότερη ώρα. Τον ευχαριστούσε η δουλειά του και δεν παραπονιόταν για τα συχνά ταξίδια που έπρεπε να κάνει. Το σημερινό όμως, του έφερνε μια αμηχανία. Φρόντισε να κάνει σταθμό μιας μέρας στην Φρανκφούρτη προτού πάει στον προορισμό του, το Αμβούργο, όπου ήταν το γραφείο του τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ο λόγος, για να συναντήσει τον παλιό του συγκάτοικο από τον καιρό που σπούδαζαν μαζί στο Άαχεν, στις αρχές ης δεκαετίας του ογδόντα. Ο Γιούργκεν – Γιώργο τον φώναζε τότε, μετά τις σπουδές του στην μηχανολογία έκανε μεταπτυχιακά και ειδίκευση στη βιομηχανία ιατρικών εργαλείων και εφαρμογών, σε αντίθεση με αυτόν, που μετά την μηχανική αποφάσισε να παρακολουθήσει νομικά στο Λονδίνο. Έχοντας βάση την μηχανολογία και τα νομικά, ασχολήθηκε με ναυτιλιακά και τώρα ήταν διευθυντικό στέλεχος σε ναυτασφαλιστικό οργανισμό που διατηρούσε γραφεία σε πολλές χώρες. Μετά από αρκετά χρόνια στο γραφείο του Λονδίνου, μετετέθη στο Αμβούργο και είχε και την ευθύνη για το γραφείο που πρόσφατα άνοιξαν στη Λεμεσό. Έτσι, μπορούσε πια να πηγαινοέρχεται συχνότερα στην γενέτειρα γη και να βλέπει φίλους και συγγενείς, απολαμβάνοντας και το εξαίρετο κλίμα του τόπου. Μα πάνω απ’ όλα, την θάλασσα, την θάλασσα που τόσο αγαπούσε.


Αναρωτιόταν, πως θα ήταν η συνάντηση του με τον Γιούργκεν. Ο χωρισμός τους δεν έγινε κάτω από πολύ ευχάριστες συνθήκες. Η Αγγέλικα, που ήταν η αιτία διχασμού των δύο φίλων και συγκατοίκων ήταν πια σύζυγος του Γιούργκεν και απ’ ότι ήξερε, από τις λίγες φορές που είχαν κάποιου είδους επικοινωνία, είχαν και δύο παιδιά. Σίγουρα, σκέφτηκε, ούτε ο Γιούργκεν δεν θα έχει πια λόγο να διατηρεί καμία εχθρότητα. Εξ’ άλλου, ο ίδιος που θα έπρεπε να είναι ο παραπονούμενος από την κατάσταση, δεν ένοιωθε κάτι τέτοιο. Απεναντίας, διακατεχόταν από μια νοσταλγία και χαρά που θα ξανάβλεπε τον παλιό του φίλο. Είχε ζητήσει να επισκεφθεί τον Γιούργκεν στο γραφείο του, μια που έφθανε με πρωινή πτήση και ο φίλος του δέχτηκε ευχαρίστως, τον κάλεσε μάλιστα να φάνε μαζί το μεσημέρι.


Φεύγοντας από το παραλιακό εστιατόριο όπου δείπνησαν με την Παυλίνα, την τρίτη φορά που την έβλεπε, μετά την πρώτη τους τυχαία συνάντηση και το συμβάν με το σκύλο, είχε στο μυαλό του να διευθετήσει αυτή την συνάντηση στην Φραγκφούρτη. Είχε προηγηθεί η επίσκεψή του στο σπίτι της όπου γνώρισε τον Τάκη. Ομορφόπαιδο, με καστανόξανθα μαλλιά και μπλε μάτια, έμοιαζε στον πατέρα του, όπως αντιλήφθηκε από τις φωτογραφίες που είδε στο σαλόνι. Ιταλός, από την Γένοβα, ο Πιέτρο Φορτίνι, είχε έρθει να δουλέψει σαν πολιτικός μηχανικός στην εταιρεία που ανέλαβε την επέκταση του λιμανιού της Αμμοχώστου στα τέλη του εξήντα. Εκεί, γνώρισε την μητέρα της Παυλίνας, την Νίνα, μια ιδιαίτερα όμορφη νεαρή και δραστήρια κοπέλα που μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές της στη παιδαγωγική ακαδημία και δίδασκε σ’ ένα δημοτικό σχολείο της πόλης. Παντρεύτηκαν, έζησαν μιαν ευχάριστη και άνετη ζωή μέχρι το 1974 που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αμμόχωστο που αγαπούσαν, εξ’ αιτίας της τουρκικής εισβολής και κατοχής της πόλης, αφού εν τω μεταξύ είχαν αποκτήσει την Παυλίνα. Μετά από πέντε χρόνια που έζησαν στην Λεμεσό, μετακόμισαν οικογενειακώς στην Γένοβα, στο πατρικό σπίτι του Πιέτρο. Εκεί χάσανε την Νίνα, μετά από σύντομη ασθένεια με την επάρατη νόσο.


Ο Τάκης, ήταν πολύ επιφυλακτικός όταν τον επισκέφθηκε ο Νικόλας με την αδελφή του. Αυτό, όπως εύκολα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει, δεν είχε τίποτα να κάνει με τους επισκέπτες του αλλά με την διάθεση του και τον μαρασμό στον οποίον βρισκόταν μετά το τραγικό ατύχημα και το κτύπημα της μοίρας. Έρχονται στιγμές που ξεχνιέται κανείς, ακόμα και αν χάσει τους γονείς του όπως αυτός, αλλά πως ξεχνάς την παντοτινή καθήλωση στην αναπηρική καρέκλα. Με τις συζητήσεις που είχαν στην συνέχεια και ιδιαίτερα όταν άρχισαν να μιλούν για την θάλασσα που και οι δύο αγαπούσαν, ο Τάκης ξανοίχτηκε λιγάκι και έδωσε στο Νικόλα να καταλάβει ότι ευχαρίστως θα τον ξανάβλεπε. Αυτό ήταν που τον έκανε να αρχίσει να στριφογυρίζει στο μυαλό του ξανά την ιδέα να ωθήσει με κάποιο τρόπο τον Τάκη να ξαναπιάσει την ζωή από τα μαλλιά και να βγει από την απομόνωση. Ήθελε πολύ να βοηθήσει αυτό το παιδί που από την πρώτη φορά που γνώρισε, το είδε σαν το δικό του παιδί, αυτό που ποτέ δεν ευτύχησε να έχει.


Εκρηκτικός, όπως πάντα, ο Γιούργκεν, έτρεξε στην είσοδο μόλις του ανήγγειλαν την άφιξη του και τον σφικταγκάλιασε. Μόνο που δεν τον μετέφερε σηκωτό στο γραφείο του. Αν υπήρχαν ακόμα αμφιβολίες στο κεφάλι του Νικόλα για τα αισθήματα του Γιούργκεν, αυτές διαλύθηκαν μεμιάς. Ήταν σαν να μην χώρισαν ποτέ. Τα είπαν λιγάκι και ο Γιούργκεν πρότεινε να βγουν για ένα απεριτίφ, μια που ήταν ήδη μεσημέρι Παρασκευής και αφού είχαν προγραμματισμένο γεύμα, δεν σκόπευε να επιστρέψει στο γραφείο, παρά μόνο να επιμηκύνει την αργία του σαββατοκύριακου κατά ένα απόγευμα. Απολαμβάνοντας ένα ποτήρι μαύρης γερμανικής μπύρας είπαν τα δικά τους, που δεν ήταν και λίγα. Ο Νικόλας, όμως, νοιαζόταν να του πει τον ιδιαίτερο λόγο για τον οποίον ήθελε να τον συναντήσει και μόλις βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, του εξήγησε τα πάντα για τον Τάκη. Δεν θα μπορούσε να μιλήσει σε καταλληλότερο πρόσωπο. Ο Γιούργκεν, ήξερε ακριβώς τι έψαχνε ο Νικόλας.


Στο εστιατόριο που πήγαν για φαγητό, περίμενε ακόμα μια έκπληξη τον Νικόλα. Ο Γιούργκεν είχε διευθετήσει να τους συναντήσει εκεί η Αγγέλικα. Το φαγητό ήταν επίσης εκπληκτικό. Άρχισαν με φιλετάκια φρεσκότατης καπνιστής ρέγκας γαρνιρισμένα με κρεμμύδι, κάπαρη και πολύ λεπτές φέτες μποτάργκας από κέφαλο μεσογείου που τα συνόδευσαν μ’ ένα ποτήρι γερμανικού reisling από την περιοχή του Ρήνου. Συνέχισαν με αχνιστά μύδια μαγειρευμένα σε αφρώδη γερμανικό οίνο που απόλαυσαν μαζί με ένα μπουκάλι από το ίδιο κρασί όπου ψήθηκαν τα μύδια, ένα εξαιρετικής ποιότητας Sekt που παρήχθη εξ ολοκλήρου από Riesling. Για κύριο πιάτο προτίμησαν όλοι το αγαπημένο του Blaue Forelle, φρέσκια πέστροφα ψημένη σε ζωμό που περιέχει ξύδι και πολλά βότανα και η οποία μόνο όταν είναι πολύ φρέσκια, με το ψήσιμο παίρνει ένα μπλε μεταλλικό χρώμα. Με την πέστροφα τελείωσαν και το μπουκάλι με το reisling που είχαν παραγγείλει στην αρχή. Για επιδόρπιο, ούτε λόγος. Το παρέκαμψαν και πήραν μόνο καφέ.


Οι τρεις τους πέρασαν ένα ευχάριστο απόγευμα όπου απόλαυσαν ένα εξαιρετικό και πλούσιο γεύμα και είπαν πολλά αλλά πάνω απ’ όλα, γέλασαν πολύ, όπως γελούσαν και τότε.


***

Συνεχίζεται...


Saturday 17 October 2009

ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΙΓΜΩΝ - 2



... Συνέχεια από το προηγούμενο


2


ΜΟΙΡΑΙΑ ΜΙΚΡΟΣΤΙΓΜΗ


Ο Τάκης, φορώντας ένα κίτρινο-πορτοκαλί σωσίβιο, καθόταν με την συνηθισμένη του άνεση στο πίσω μέρος του ταχύπλοου σκάφους κρατώντας το σκι που ετοιμαζόταν να φορέσει στο αριστερό πόδι μόλις θα κατέβαινε από το σκαλί της πρύμνης. Ο πατέρας του, που καθόταν στην θέση του οδηγού, ετοιμαζόταν να ξεκινήσει την εσσωλέμβια μηχανή για να τραβήξει τον Τάκη με το μονό σκι γύρω από τον μικρό κόλπο δίπλα στο Κάβο Γκρέκο. Η θάλασσα, ήταν εντελώς ακίνητη, επικρατούσε άπνοια όπως και τα περισσότερα πρωινά τέτοια εποχή, πράγμα που την έκανε ιδιαίτερα ελκυστική για τους λάτρεις του θαλασσίου σκι. Η μητέρα του Τάκη, που μόλις είχε τελειώσει ένα γύρο σκι, σκούπιζε τα μαλλιά της με μια πετσέτα, καθισμένη στη θέση του συνοδηγού την οποία είχε γυρίσει προς τα πίσω για να μπορεί να βλέπει τον σκιέρ και να καθοδηγεί τον σύζυγό της που θα οδηγούσε.


Ένας συνεχής βόμβος άρχισε να ακούγεται που σταδιακά δυνάμωνε και προμηνούσε πως κάποιο άλλο ταχύπλοο πλησίαζε. Δεν ήσαν πολλά τα σκάφη που τριγύριζαν τόσο πρωί, μόνο κάποιοι ψαράδες και μερικοί άλλοι με το ίδιο μ’ αυτούς πάθος για θαλάσσιο σκι. Ο Τάκης, περίμενε να δει την κατεύθυνση που θα είχε το άλλο σκάφος για να αποφασίσει αν θα ξεκινούσε αμέσως την βόλτα του ή αν θα περίμενε να απομακρυνθεί το άλλο σκάφος για να αποφύγει τα κύματα που θα έφερνε η πορεία του. Για την ώρα, άκουγε μεν την μηχανή των άλλων όμως το σκάφος τους ακόμα δεν φαινόταν αφού ήταν πίσω από τα βράχια του διπλανού κολπίσκου. Ζήτησε από τον πατέρα του που θα οδηγούσε, να περιμένει.


Το ταχύπλοο, με δύο εξωλέμβιες μηχανές και έχοντας πλήρωμα δύο πρόσωπα, εμφανίστηκε, μόλις πέρασε τα βράχια που το έκρυβαν, να κινείται με μεγάλη ταχύτητα προς το μέρος τους έχοντας πάρει πορεία πολύ κλειστής στροφής προς τα δεξιά. Ήταν εμφανές ότι ο οδηγός του ήταν πρωτάρης και πως δεν μπορούσε να κουμαντάρει το σκάφος. Η μητέρα του Τάκη, που διαισθάνθηκε τον κίνδυνο, τσίριξε προς τον σύζυγο της ν α βάλει μπρος την μηχανή και να απομακρυνθεί. Ήταν όμως πολύ αργά.


Ο άπειρος κυβερνήτης, αντιλαμβανόμενος την τελευταία στιγμή πως το σκάφος του βρισκόταν σε πορεία σύγκρουσης με το σκάφος των σκιέρ, επιχείρησε να αποφύγει την αναμενόμενη επαφή γυρίζοντας το τιμόνι του ακόμα δεξιότερα. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερό του λάθος. Μη υπακούοντας καθόλου πλέον το ταχύπλοο στις εντολές του, ξέφυγε ακόμα περισσότερο από την πορεία του, με την πρύμνη να γυρίζει απότομα προς τα αριστερά. Η πρώτη βίαιη επαφή των δύο σκαφών έγινε στο μέρος που καθόταν ο Τάκης, ο οποίος αφού κτυπήθηκε από το αριστερή πλευρά του τρελού ταχύπλοου, βρέθηκε αιμόφυρτος στην θάλασσα. Η πρύμνη, στην οποίαν βρίσκονταν οι δύο εξωλέμβιες μηχανές, κτύπησε στη συνέχεια την αριστερή πλευρά του σκάφους των σκιέρ που εν τω μεταξύ είχε γυρίσει προς τα αριστερά από την πρώτη σύγκρουση και με την φόρα που είχε, το ακυβέρνητο πια σκάφος, αναποδογυρίστηκε και βρέθηκε πάνω στο σκάφος των σκιέρ, παρασύροντάς το συγχρόνως με την κεκτημένη ταχύτητα του ακόμα πιο αριστερά, σε απόσταση μεγαλύτερη των πενήντα μέτρων από την αρχική του θέση.


Η Παυλίνα, εμφανώς ταραγμένη από την δυσάρεστη θύμηση, ανάδευσε με το αριστερό χέρι το ποτήρι με το λευκό κρασί που της είχε ήδη φέρει ο σερβιτόρος και ήπιε μια γερή γουλιά, αφού πρώτα στριφογύρισε το ντόπιο ξυνιστέρι γύρω από την γλώσσα της για να αισθανθεί καλύτερα τα αρώματά του. Βλέποντας τον Νικόλα που καθόταν απέναντι της αμίλητος και εκστατικός, συνέχισε λέγοντας αυτό που ο Νικόλας είχε ήδη προβλέψει: βενζίνη είχε διαρρεύσει από τις δύο εξωλέμβιες μηχανές και ένας σπινθήρας προκάλεσε μια τρομακτική έκρηξη.


Από το ίδιο βράδυ και για αρκετές μέρες στη συνέχεια, τις ειδήσεις μονοπωλούσε η φοβερή αυτή τραγωδία που στέρησε από την Παυλίνα και τον Τάκη, τους δύο γονείς και την άφησε, εδώ και δύο χρόνια με την ευθύνη της κηδεμονίας του μοναδικού της ετεροθαλούς αδελφού, που είχε μείνει παράλυτος από το δυστύχημα. Το σωσίβιο που φορούσε ο Τάκης του έσωσε την ζωή αλλά το κτύπημα στα πόδια ήταν τέτοιο που του έφερε την αναπηρία με την οποία θα περνούσε μοιραία το υπόλοιπο της ζωής του.


«Με θλίβει αφάνταστα, όπως κατάλαβες, όταν μιλώ για το δυστύχημα», είπε και παρακάλεσε τον Νικόλα να ζητήσει ένα ποτήρι νερό. «Ήθελα όμως να σου εξηγήσω γιατί αναστατώθηκα τόσο πολύ όταν είδα τον Πίκο να βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση» και συνέχισε, «είναι βλέπεις ο αχώριστος σύντροφος του αδελφού μου του Τάκη. Έχουν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από το μοιραίο συμβάν και ο Τάκης κλείστηκε στον εαυτό του, δεν θέλει να βλέπει κανένα, ούτε τους παλιούς του φίλους, ούτε να πηγαίνει στο σχολείο. Πήραμε άδεια από το υπουργείο να του παρέχουμε κατ’ οίκον εκπαίδευση με ιδιώτες καθηγητές». Ήπιε λίγο από το νερό που ο ίδιος ο Νικόλας της έφερε από το μπαρ και συνέχισε, «Μόλις πριν από μερικές βδομάδες δέχτηκε να πάει ξανά στο σχολείο με τροχοκάθισμα και αφού τον βοήθησε ένας εξαιρετικός ψυχολόγος, γείτονας και πολύ καλός οικογενειακός φίλος, που τον συναντούσε σχεδόν καθημερινά αφ’ ότου βγήκε από το νοσοκομείο.»


«Αμέσως μόλις με ειδοποίησαν για τα συμβάντα, παράτησα την δουλειά μου στο Παρίσι και γύρισα να συμπαρασταθώ και να φροντίσω τον αδελφό μου».


«Θα πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο για σένα» είπε ο Νικόλας «και φαντάζομαι πως ήσουν μόνιμα εγκατεστημένη εκεί. Και η οικογένειά σου;»


«Μόνη ήμουνα, πιο παλιά και για μερικά χρόνια συζούσα μ’ ένα παιδί από το Μπορντό αλλά χωρίσαμε αρκετά πριν συμβούν όλα αυτά. Αυτό που πραγματικά μου λείπει είναι η δουλειά που άφησα πίσω και οι φίλοι μου. Βλέπεις, μετά από τις σπουδές μου στην αρχαιολογία στη Αμερική, έκανα μεταπτυχιακά στη ιστορία της τέχνης και την μουσειολογία στη Φλωρεντία και κατάφερα να πάρω μια θέση στο μουσείο του Λούβρου. Ήμουνα ένας από τους επιμελητές στο τμήμα Ελληνικών, Ετρουσκικών καθ Ρωμαϊκών Αρχαιοτήτων. Έβλεπα καθημερινά την Αφροδίτη της Μήλου!» είπε και άφησε ένα πικρό χαμόγελο.


«Δεν θα το άντεχα να αφήσω μόνο τον Τάκη στη κατάστασή του. Έχει, βέβαια, και την γιαγιά Μυρτώ, από την πλευρά της μητέρας του, αλλά κι αυτή κοντεύει το ογδόντα, αν και έχει πολύ καλή σωματική και πνευματική υγεία, για την ηλικία της. Είναι αρκετά μικρότερος από εμένα γιατί γεννήθηκε από τον δεύτερο γάμο του πατέρα, πριν από δεκατέσσερα περίπου χρόνια,» και αφού άφησε ακόμα ένα αινιγματικό χαμόγελο, είπε, «εγώ, όπως βλέπεις, δεν είμαι κανένα νιάνιαρο, γεννήθηκα στην Αμμόχωστο, οπότε και να θέλω, δεν μπορώ να κρύψω πολλά χρόνια από την ηλικία μου.»


Επέστρεψε με τα πόδια στον παραλιακό πεζόδρομο, αφού αρνήθηκε ευγενικά τις επίμονες προτάσεις της Παυλίνας να το πάρει στο σπίτι του με το αυτοκίνητό της και αφού αντάλλαξαν τους αριθμούς τηλεφώνων τους. Του άρεσε το περπάτημα και η μοναξιά. Περπατούσε μηχανικά και αδιάφορα χωρίς να μπορεί να αποβάλει τον συγκλονισμό από την ατυχή ιστορία που μόλις είχε ακούσει. Πόσο ευάλωτη και συνάμα δυνατή του φάνηκε η Παυλίνα. Του άρεσαν οι αντιθέσεις και οι πρωτοτυπίες. Όπως έκανε συνήθως άμα κάτι έμπαινε στο μυαλό του, το στριφογύριζε συνεχώς στον εγκέφαλο, με τον ίδιο τρόπο που ο γευσιγνώστης στριφογυρίζει στη γλώσσα το φαγητό και το κρασί για να αφομοιώσει τις γεύσεις και τα αρώματα, προστάζοντας τον να του αποκαλύψει κάποιο τρόπο με τον οποίον θα μπορούσε να είναι χρήσιμος στα προβλήματα που άκουσε. Κάτι να σκεφθεί, που να μπορούσε να κάνει την Παυλίνα πιο χαρούμενη και την ζωή του Τάκη πιο ευχάριστη. Ήξερε πως αυτή η σκέψη θα μονοπωλούσε το υποσυνείδητό του για αρκετά βράδια. Κολυμπώντας στη θάλασσα του νου, έφθασε στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε η σημερινή περιπέτεια. Βρήκε το ποδήλατό κάτω από το δένδρο που το άφησε και συνέχισε να το σπρώχνει.

***

Συνεχίζεται...

Wednesday 14 October 2009

ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΙΓΜΩΝ - 1



ΣΤΙΓΜΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ


Περπατούσε στον πεζόδρομο του παραλιακού δρόμου σπρώχνοντας το ποδήλατό του. Πριν από πέντε περίπου λεπτά, ποδηλατώντας στον χωματόδρομο που περνά από το καρνάγιο, την ώρα που κοίταζε ένα παλιό ξύλινο σκαρί που πρέπει να ήταν μια όμορφη ψαρόβαρκα πριν από δυο-τρεις δεκαετίες, κάποιο από τα πολλά πεταμένα καρφιά από το διπλανό ξυλουργείο του τρύπησε το μπροστινό λάστιχο. Δεν φημιζόταν για την προσοχή που έδινε στην πρόβλεψη πιθανών ζημιών και ατυχημάτων και φυσικά δεν είχε τα εργαλεία να διορθώσει την σαμπρέλα. Έτσι, κατέβηκε νωχελικά από το ποδήλατο και άρχισε να περπατά σπρώχνοντάς το, όχι με ιδιαίτερη ευχαρίστηση αλλά και χωρίς ίχνη κάποιου θυμού για την κακή του τύχη, αφού από μικρός έμαθε να δέχεται ήρεμα όσα η ζωή κι οι μοίρες του είχανε γραμμένα.


Θυμήθηκε ένα παρόμοιο ατύχημα που του έτυχε πριν από χρόνια , όταν έφηβος ακόμα στην Αμμόχωστο, μαζί με τέσσερις άλλους κολλητούς του είχαν επιδιορθώσει ένα παλιό αυτοκίνητο, αντίκα της δεκαετίας του ’40, που ο πατέρας ενός από τους φίλους είχε πεταμένο στην αυλή του σπιτιού τους. Ίδρωσαν να βρουν ανταλλακτικά και δουλεύοντας με ιδιαίτερο ζήλο για πεντέξι εβδομάδες κατάφεραν επιτέλους να το ξεκινήσουν. Μετά τα πρώτα δοκιμαστικά στους δρόμους της γειτονιάς, ξεκίνησαν ένα Απριλιάτικο απόγευμα Σαββάτου χωρίς πολλή σκέψη και χωρίς ιδιαίτερες προετοιμασίες για μια βόλτα στο βουνό. Ανέβηκαν χωρίς δυσκολία στην Καντάρα όπου σταμάτησαν στο γνωστό ύψωμα από όπου μπορεί κανείς να θαυμάσει την μοναδική θέα προς την θάλασσα του βορρά και του νότου ταυτόχρονα. Αναλογιζόμενοι το μέχρι στιγμής κατόρθωμα τους, κατηφόρισαν προς τον Δαυλό και απ’ εκεί πήραν τον παραλιακό παλιό δρόμο που οδηγούσε προς την Κερύνεια. Πέφτοντας μέσα σε μια από τις πολλές λαγκούβες του παλιού δρόμου και ενώ βρισκόντουσαν δυο-τρία μίλια μακριά από το επόμενο χωριό, τους τρύπησε το αριστερό πισινό λάστιχο. Και φυσικά, δεν είχαν εφεδρικό, ούτε και οτιδήποτε άλλα εργαλεία που θα μπορούσαν να τους χρησιμεύσουν. Μη έχοντας εκλογή, έσπρωξαν το αυτοκίνητο προς το χωριό και ήταν με περισσή χαρά που το πρώτο υποστατικό που συνάντησαν, στην άκρη του χωριού, ήταν ένας σταθμός βενζίνης. Δεν υπήρχε συνεργείο για να κολλήσουν την σαμπρέλα άλλα με την συμβουλή του ιδιοκτήτη, αγόρασαν και τοποθέτησαν στον τροχό το εσωτερικό ενός τροχού από ένα τρακτέρ που αν και ήταν λιγάκι μεγαλύτερο από το δικό τους, κατάφεραν να το χρησιμοποιήσουν για να επιστρέψουν στην Αμμόχωστο. Έφτασαν, βέβαια, αργά το βράδυ αφού έπρεπε να ταξιδεύουν με πολύ χαμηλή ταχύτητα και συνάμα να κάθονται όλοι στην δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου για να δίνουν όσο λιγότερο βάρος μπορούσαν στο προβληματικό λάστιχο από την άλλη πλευρά.


Χαμογέλασε με την παλιά θύμηση, τον ευχαριστούσε πάντα να αναπολεί στιγμές από τα χρόνια που έζησε στην Αμμόχωστο. Προσπάθησε να θυμηθεί τι είχαν κάμει αργότερα το ίδιο βράδυ και η μνήμη του τον εντυπωσίασε και πάλι: είχαν όλοι πάει σε καρναβαλίστικο πάρτι μιας φίλης και μάλιστα κατάφεραν αυτοσχεδιάζοντας να μασκαρευτούν αν και δεν είχαν κάνει καμιά προετοιμασία προηγουμένως.


Ένα σκυλί, απ’ αυτά το μικρά μαλλιαρά που συνεχώς γαβγίζουν για να προκαλούν την προσοχή των άλλων, τον προσπέρασε τρέχοντας. Πίσω του ακολουθούσε μια μικροκαμωμένη κοπελίτσα με μακριά καστανά μαλλιά που δεν φαινόταν να απολαμβάνει το ξαφνικό τροχάδι που το σκυλί αποφάσισε να της προσφέρει. «Πίκο, Πίκο, σταμάτα!» φώναζε η κοπέλα, προσπαθώντας να το πιάσει και να του βάλει το λουρί που κρατούσε στο χέρι. Ο Πίκο συνέχιζε να τρέχει και να γαβγίζει χωρίς να δίνει σημασία στο αφεντικό του. Σε λίγο, το σκυλί σταμάτησε κάτω από ένα δένδρο όπου ήταν εμφανές ότι είχε βρει καταφύγιο ο γάτος που κυνηγούσε. Ήσαν πολλοί οι γάτοι μέσα στο παραλιακό πάρκο που αν και αδέσποτοι ήσαν καλά χορτασμένοι αφού αρκετοί φιλόζωοι φρόντιζαν να τους προσφέρουν καθημερινά φαγητό. «Πίκο, τρελέ Πίκο» μουρμούρισε η κοπελίτσα όταν τον πλησίασε λαχανιασμένη, «πότε επιτέλους θα πάψεις αυτές τις ανοησίες;». Και ξαφνικά, μια κραυγή βγήκε από το στόμα της: ‘Όχι!». Ο Πίκο ήταν πεσμένος ανάσκελα και το στόμα του άφριζε.


Στο άκουσμα της κραυγής, έτρεξε αμέσως προς το μέρος της μικροκαμωμένης κοπέλας. Παρατήρησε πως αυτή δεν είχε πάθει κάτι και ότι η κραυγή ήταν για το σκυλί. Δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με ζώα παρά την συμπάθεια που έτρεφε προς αυτά, ούτε ήξερε πως να αντιμετωπίσει μια έκτακτη ανάγκη σαν κι αυτή. Ήταν σίγουρος πως το σκυλί είχε δηλητηριαστεί και θα έπρεπε να το πάνε επειγόντως σε κτηνιατρική κλινική. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήρε το σκυλί στα δυο του χέρια και ρώτησε με ήρεμη φωνή την κοπέλα αν είχε αυτοκίνητο και αν αυτό ήταν κάπου κοντά. Αυτή έγνεψε καταφατικά και ξεροκαταπίνοντας γύρισε το κεφάλι προς τον χώρο στάθμευσης που βρισκόταν λίγο πιο πέρα. Παράτησε το ξεφούσκωτο ποδήλατο κάτω από το δένδρο και έτρεξε μαζί της στο αυτοκίνητο.


«Σε παρακαλώ πολύ, έλα μαζί μου στην κλινική» του είπε χαμηλόφωνα, «Δεν θα τα καταφέρω μόνη και δεν ξέρω πως να το πω και στον Τάκη». Ο παρακλητικός τόνος της φωνής της δεν του επέτρεψε να αρνηθεί. Κάθισε για περισσότερη άνεση στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου ενώ καθοδήγησε την νεαρή κοπέλα προς μια κτηνιατρική κλινική που βρισκόταν στη παλιά πόλη, πίσω από το μεσαιωνικό κάστρο.


Ο κτηνίατρος κρατούσε τα δυο μπροστινά πόδια ενός λευκού λαμπραντόρ που καθόταν στα πισινά του πόδια με εμφανή την χαρά που ο γιατρός του χαίδευε με τους αντίχειρες τις άκριες των ποδιών. Βλέποντας την άσχημη κατάσταση του μικρού σκύλου, άφησε τον παλιό του φίλο στον ιδιοκτήτη του και αρπάζοντας τον ταλαιπωρημένο Πίκο έτρεξε στο ιατρείο του. Χωρίς χρονοτριβή, έβαλε μια ένεση στο σκυλί και άρχισε να του κάνει μαλάξεις, φωνάζοντας συγχρόνως σε μια βοηθό του να του φέρει κάποιο φάρμακο. Μετά από λίγα λεπτά που για την μικρή κοπέλα θα φαίνονταν ώρες, ο γιατρός, με ένα χαμόγελο που ενέπνεε σιγουριά, τους διαβεβαίωσε πως ο Πίκο θα γινόταν καλά. «Θα πρέπει, όμως, να μου αφήστε τον μικρό μας φίλο για το βράδυ να τον παρακολουθούμε για τυχόν παρενέργειες από τα φάρμακα» και συνέχισε, «φάνηκε τυχερός ο Πίκο που τον φέρατε αμέσως και που το δηλητήριο δεν ήταν πολύ επικίνδυνο» και τους εξήγησε πως το δηλητήριο προοριζόταν για τους γάτους του πάρκου που κάποιοι εντελώς ασυνείδητοι τοποθετούν συχνά για να ξεφορτωθούν τα αδέσποτα γατιά.


«Παυλίνα Φορτίνι», είπε η κοπελίτσα προτείνοντας το χέρι, «δεν ξέρω πως να σας ευχαριστήσω». «Νικόλας Ζανέτος, χαίρω πολύ», και της έσφιξε ελαφρά το χέρι, «ευτυχώς, τα καταφέραμε» και συνέχισε, «σας εύχομαι να έχετε ένα καλό βράδυ» και άρχισε να περπατά προς την μεριά του κάστρου. «Μα όχι, σας παρακαλώ, ελάτε να σας πάω στο σπίτι σας, ή καλύτερα, θα σας πρότεινα να σας κεράσω ένα καφέ εδώ δίπλα στο μικρό μπαράκι» και ανοίγοντας την πόρτα του συνοδηγού συνέχισε, έχοντας ακόμα σημάδια τρόμου στο πρόσωπο, «θα ήθελα πολύ να μου κάνετε παρέα για ένα ποτό, πραγματικά το έχω ανάγκη».

***

Συνεχίζεται...