ΣΤΙΓΜΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ
Περπατούσε στον πεζόδρομο του παραλιακού δρόμου σπρώχνοντας το ποδήλατό του. Πριν από πέντε περίπου λεπτά, ποδηλατώντας στον χωματόδρομο που περνά από το καρνάγιο, την ώρα που κοίταζε ένα παλιό ξύλινο σκαρί που πρέπει να ήταν μια όμορφη ψαρόβαρκα πριν από δυο-τρεις δεκαετίες, κάποιο από τα πολλά πεταμένα καρφιά από το διπλανό ξυλουργείο του τρύπησε το μπροστινό λάστιχο. Δεν φημιζόταν για την προσοχή που έδινε στην πρόβλεψη πιθανών ζημιών και ατυχημάτων και φυσικά δεν είχε τα εργαλεία να διορθώσει την σαμπρέλα. Έτσι, κατέβηκε νωχελικά από το ποδήλατο και άρχισε να περπατά σπρώχνοντάς το, όχι με ιδιαίτερη ευχαρίστηση αλλά και χωρίς ίχνη κάποιου θυμού για την κακή του τύχη, αφού από μικρός έμαθε να δέχεται ήρεμα όσα η ζωή κι οι μοίρες του είχανε γραμμένα.
Θυμήθηκε ένα παρόμοιο ατύχημα που του έτυχε πριν από χρόνια , όταν έφηβος ακόμα στην Αμμόχωστο, μαζί με τέσσερις άλλους κολλητούς του είχαν επιδιορθώσει ένα παλιό αυτοκίνητο, αντίκα της δεκαετίας του ’40, που ο πατέρας ενός από τους φίλους είχε πεταμένο στην αυλή του σπιτιού τους. Ίδρωσαν να βρουν ανταλλακτικά και δουλεύοντας με ιδιαίτερο ζήλο για πεντέξι εβδομάδες κατάφεραν επιτέλους να το ξεκινήσουν. Μετά τα πρώτα δοκιμαστικά στους δρόμους της γειτονιάς, ξεκίνησαν ένα Απριλιάτικο απόγευμα Σαββάτου χωρίς πολλή σκέψη και χωρίς ιδιαίτερες προετοιμασίες για μια βόλτα στο βουνό. Ανέβηκαν χωρίς δυσκολία στην Καντάρα όπου σταμάτησαν στο γνωστό ύψωμα από όπου μπορεί κανείς να θαυμάσει την μοναδική θέα προς την θάλασσα του βορρά και του νότου ταυτόχρονα. Αναλογιζόμενοι το μέχρι στιγμής κατόρθωμα τους, κατηφόρισαν προς τον Δαυλό και απ’ εκεί πήραν τον παραλιακό παλιό δρόμο που οδηγούσε προς την Κερύνεια. Πέφτοντας μέσα σε μια από τις πολλές λαγκούβες του παλιού δρόμου και ενώ βρισκόντουσαν δυο-τρία μίλια μακριά από το επόμενο χωριό, τους τρύπησε το αριστερό πισινό λάστιχο. Και φυσικά, δεν είχαν εφεδρικό, ούτε και οτιδήποτε άλλα εργαλεία που θα μπορούσαν να τους χρησιμεύσουν. Μη έχοντας εκλογή, έσπρωξαν το αυτοκίνητο προς το χωριό και ήταν με περισσή χαρά που το πρώτο υποστατικό που συνάντησαν, στην άκρη του χωριού, ήταν ένας σταθμός βενζίνης. Δεν υπήρχε συνεργείο για να κολλήσουν την σαμπρέλα άλλα με την συμβουλή του ιδιοκτήτη, αγόρασαν και τοποθέτησαν στον τροχό το εσωτερικό ενός τροχού από ένα τρακτέρ που αν και ήταν λιγάκι μεγαλύτερο από το δικό τους, κατάφεραν να το χρησιμοποιήσουν για να επιστρέψουν στην Αμμόχωστο. Έφτασαν, βέβαια, αργά το βράδυ αφού έπρεπε να ταξιδεύουν με πολύ χαμηλή ταχύτητα και συνάμα να κάθονται όλοι στην δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου για να δίνουν όσο λιγότερο βάρος μπορούσαν στο προβληματικό λάστιχο από την άλλη πλευρά.
Χαμογέλασε με την παλιά θύμηση, τον ευχαριστούσε πάντα να αναπολεί στιγμές από τα χρόνια που έζησε στην Αμμόχωστο. Προσπάθησε να θυμηθεί τι είχαν κάμει αργότερα το ίδιο βράδυ και η μνήμη του τον εντυπωσίασε και πάλι: είχαν όλοι πάει σε καρναβαλίστικο πάρτι μιας φίλης και μάλιστα κατάφεραν αυτοσχεδιάζοντας να μασκαρευτούν αν και δεν είχαν κάνει καμιά προετοιμασία προηγουμένως.
Ένα σκυλί, απ’ αυτά το μικρά μαλλιαρά που συνεχώς γαβγίζουν για να προκαλούν την προσοχή των άλλων, τον προσπέρασε τρέχοντας. Πίσω του ακολουθούσε μια μικροκαμωμένη κοπελίτσα με μακριά καστανά μαλλιά που δεν φαινόταν να απολαμβάνει το ξαφνικό τροχάδι που το σκυλί αποφάσισε να της προσφέρει. «Πίκο, Πίκο, σταμάτα!» φώναζε η κοπέλα, προσπαθώντας να το πιάσει και να του βάλει το λουρί που κρατούσε στο χέρι. Ο Πίκο συνέχιζε να τρέχει και να γαβγίζει χωρίς να δίνει σημασία στο αφεντικό του. Σε λίγο, το σκυλί σταμάτησε κάτω από ένα δένδρο όπου ήταν εμφανές ότι είχε βρει καταφύγιο ο γάτος που κυνηγούσε. Ήσαν πολλοί οι γάτοι μέσα στο παραλιακό πάρκο που αν και αδέσποτοι ήσαν καλά χορτασμένοι αφού αρκετοί φιλόζωοι φρόντιζαν να τους προσφέρουν καθημερινά φαγητό. «Πίκο, τρελέ Πίκο» μουρμούρισε η κοπελίτσα όταν τον πλησίασε λαχανιασμένη, «πότε επιτέλους θα πάψεις αυτές τις ανοησίες;». Και ξαφνικά, μια κραυγή βγήκε από το στόμα της: ‘Όχι!». Ο Πίκο ήταν πεσμένος ανάσκελα και το στόμα του άφριζε.
Στο άκουσμα της κραυγής, έτρεξε αμέσως προς το μέρος της μικροκαμωμένης κοπέλας. Παρατήρησε πως αυτή δεν είχε πάθει κάτι και ότι η κραυγή ήταν για το σκυλί. Δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με ζώα παρά την συμπάθεια που έτρεφε προς αυτά, ούτε ήξερε πως να αντιμετωπίσει μια έκτακτη ανάγκη σαν κι αυτή. Ήταν σίγουρος πως το σκυλί είχε δηλητηριαστεί και θα έπρεπε να το πάνε επειγόντως σε κτηνιατρική κλινική. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήρε το σκυλί στα δυο του χέρια και ρώτησε με ήρεμη φωνή την κοπέλα αν είχε αυτοκίνητο και αν αυτό ήταν κάπου κοντά. Αυτή έγνεψε καταφατικά και ξεροκαταπίνοντας γύρισε το κεφάλι προς τον χώρο στάθμευσης που βρισκόταν λίγο πιο πέρα. Παράτησε το ξεφούσκωτο ποδήλατο κάτω από το δένδρο και έτρεξε μαζί της στο αυτοκίνητο.
«Σε παρακαλώ πολύ, έλα μαζί μου στην κλινική» του είπε χαμηλόφωνα, «Δεν θα τα καταφέρω μόνη και δεν ξέρω πως να το πω και στον Τάκη». Ο παρακλητικός τόνος της φωνής της δεν του επέτρεψε να αρνηθεί. Κάθισε για περισσότερη άνεση στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου ενώ καθοδήγησε την νεαρή κοπέλα προς μια κτηνιατρική κλινική που βρισκόταν στη παλιά πόλη, πίσω από το μεσαιωνικό κάστρο.
Ο κτηνίατρος κρατούσε τα δυο μπροστινά πόδια ενός λευκού λαμπραντόρ που καθόταν στα πισινά του πόδια με εμφανή την χαρά που ο γιατρός του χαίδευε με τους αντίχειρες τις άκριες των ποδιών. Βλέποντας την άσχημη κατάσταση του μικρού σκύλου, άφησε τον παλιό του φίλο στον ιδιοκτήτη του και αρπάζοντας τον ταλαιπωρημένο Πίκο έτρεξε στο ιατρείο του. Χωρίς χρονοτριβή, έβαλε μια ένεση στο σκυλί και άρχισε να του κάνει μαλάξεις, φωνάζοντας συγχρόνως σε μια βοηθό του να του φέρει κάποιο φάρμακο. Μετά από λίγα λεπτά που για την μικρή κοπέλα θα φαίνονταν ώρες, ο γιατρός, με ένα χαμόγελο που ενέπνεε σιγουριά, τους διαβεβαίωσε πως ο Πίκο θα γινόταν καλά. «Θα πρέπει, όμως, να μου αφήστε τον μικρό μας φίλο για το βράδυ να τον παρακολουθούμε για τυχόν παρενέργειες από τα φάρμακα» και συνέχισε, «φάνηκε τυχερός ο Πίκο που τον φέρατε αμέσως και που το δηλητήριο δεν ήταν πολύ επικίνδυνο» και τους εξήγησε πως το δηλητήριο προοριζόταν για τους γάτους του πάρκου που κάποιοι εντελώς ασυνείδητοι τοποθετούν συχνά για να ξεφορτωθούν τα αδέσποτα γατιά.
«Παυλίνα Φορτίνι», είπε η κοπελίτσα προτείνοντας το χέρι, «δεν ξέρω πως να σας ευχαριστήσω». «Νικόλας Ζανέτος, χαίρω πολύ», και της έσφιξε ελαφρά το χέρι, «ευτυχώς, τα καταφέραμε» και συνέχισε, «σας εύχομαι να έχετε ένα καλό βράδυ» και άρχισε να περπατά προς την μεριά του κάστρου. «Μα όχι, σας παρακαλώ, ελάτε να σας πάω στο σπίτι σας, ή καλύτερα, θα σας πρότεινα να σας κεράσω ένα καφέ εδώ δίπλα στο μικρό μπαράκι» και ανοίγοντας την πόρτα του συνοδηγού συνέχισε, έχοντας ακόμα σημάδια τρόμου στο πρόσωπο, «θα ήθελα πολύ να μου κάνετε παρέα για ένα ποτό, πραγματικά το έχω ανάγκη».
***
1 comment:
μου άρεσε
Post a Comment