Friday 19 September 2008

Λύκε-Λύκε είσαι 'δω;

Σκεφτήκατε ποτέ τι μπορεί να συμβεί σ’ ένα κοπάδι απροστάτευτα πρόβατα; Να σας πω εγώ. Τίποτα! Και αν διερωτάστε γιατί, είναι που δεν υπάρχουν λύκοι. Έχουμε πραγματικά ξεμείνει από λύκους. Λίγο η μαζική μετανάστευση, λίγο η αλλαγή των κλιματολογικών συνθηκών και η μετάλλαξη του DNA τους, λίγο που δεν υπάρχουν πυκνόφυτα δάση πια, μείναμε χωρίς ούτε ένα από δαύτους.

Βγαίνει, ας πούμε, το κοπάδι βόλτα στη πόλη. Διασταυρώνει δρόμους, πότε κοιτώντας δεξιά-αριστερά, πότε όχι. Μπαίνει σε υπεραγορές, φούρνους, τράπεζες, παίρνει δάνεια άτοκα, αγοράζει ότι να ‘ναι, πληρώνει με πλαστικό χρήμα, πάει σε καφετέριες, πίνει ούζα, τραγουδάει, ρίχνει ματιές. Πουθενά ένας λύκος. Καλά, ούτε ένας; Ούτε ένας! Προχωρά το κοπάδι, πάει στο γήπεδο να δει μπάλα, πάει στη θάλασσα για μπάνιο, κτίζει στην άμμο, πετάει σκουπίδια, θυμώνει, βρίζει, ζεσταίνεται, λούζεται, κρυώνει, βλέπει όνειρα, ανάβει τσιγάρο, καπνίζει μαύρα, ούτε ίχνος λύκου. Μπαίνει στη πολεοδομία, βγαίνει κουτσαίνοντας, πάει σε γάμους, τρωει κουραμπιέδες, πληρώνει μετρητά επί τόπου, στρίβει στη γωνία το βράδυ χωρίς φεγγάρι, ξανανάβει τσιγάρο, αφουγκράζεται , αυτοσυγκεντρώνεται, διαλογίζεται, αποβάλλει το άγχος του και βροντοφωνάζει μουλωχτά: δεν υπάρχουν πια λύκοι!

Πάει πρωί-πρωί με την δροσούλα η κοκκινοσκουφίτσα στην εκκλησία και... χραπ! Την αρπάζει ένας λύκος, μεγάλος, μαύρος, δυνατός, ωραίος, με μπλε μάτια, γαμψή μύτη, φυμέ γυαλιά, με μεγάλ’ αυτιά και ένα τεράστιο στόμα. Μα πώς, πρόφτασε να πει η καημένη, την ώρα πού ο λύκος τελείωνε με το ακόνισμα των νυχιών του, πώς βρέθηκες εσύ εδώ αφού κανείς δεν σ’ έχει δει στους τόπους μας εδώ και τόσο καιρό; Πού κρυβόσουνα; Αναπάντητη έμεινε η ερώτηση. Μόνο που την ίδια στιγμή, ακριβώς εκείνη τη στιγμή που το τορνευτό της σώμα τρανταζόταν από την περισσή ηδονή και περνούσε τις πύλες που ο ανίκητος κέρβερος πάντα φυλάει, εκείνο το μικροδευτερόλεπτο που επισημοποιεί την κίνηση του δείκτη του μεγάλου ρολογιού από το παρά-πέντε στη δωδεκάτη και που ακούγεται το κράξιμο του κούκου που βγαίνει από το κουβούκλιο μπροστά από τον χειμώνα που φοράει μια κάπα, ακούγεται από ψηλά, από πολύ ψηλά, μεγάλη φωνή, χωρίς κραδασμούς, να λεει: Στις εκκλησίες–στις εκκλησίες, ψάξατε; Δεν ψάξατε!

9 comments:

dokisisofi said...

kliniki periptosi lallo sou!

lakis said...

Πόσα όμορφα τα είπες! Λύκοι και κοράκια κάνουν πιάτσα εκεί που αναζητούν σωτηρία τα πρόβατα.

rose said...

στις εκκλησιες δεν ψαξαμε...

ruth_less said...

Είναι παντού με δέρμα προβάτων κουκουλωμένοι για κάλυψη. Κινούνται ανάμεσα στα ανυποψίαστα πρόβατα και αρπάζουν...

Το άσυλο ψυχών δεν ισχύει στην περίπτωση τους.

Καταχρήσεις εξουσιών στο μέγιστο βαθμό - γιατί αυτό απαιτεί η σύγχρονη εποχή.

Diasporos said...

χωρις τους λύκους, τα πρόβατα σε λύκους θα εμεταλλάσσαν στο τέλος, για να ξαναέχουν ισορροπία. Υπηρεσίαν μας κάμνουν οι λύκοι μαλλον, --προστατεύουν τη πολύτιμη μας ακεραιότητα.

stalamatia said...

Λύκε λύκε είσαι εδώ? ΟΧΙ τώρα λέω το όσοι πιστοί προσέλθετε ,βάλτε κάτι και στο δίσκο!!!!.

Kai Na Katharisoume Tous Kakomoutsounous said...

Doki, Laki, Rose, Ruth-less, Diaspore, Stalamatia, ευχαριστώ που περάσατε.

rose said...

παρακαλω αντι-κακομουτσουνους

bestman said...

Όπως λέει και το άσμα:
"Λύκοι θα υπάρχουν όσο υπάρχουν πρόβατα"