Δεν είχαμε χρήματα για στέγαστρο. Βρήκαμε κάτι παλιές κουβέρτες, τις δώσαμε στις μανάδες των στρατιωτών και μερικές σε μανάδες των ναυτών να τις ράψουν αλλά δεν πρόλαβαν να τελειώσουν. Είχαν ράψει μερικές δωδεκάδες αλλά λίγες ήτανε, θέλαμε κι άλλες. Πότε να προλαβαίναμε; Άστα, μπάχαλο σου λεω. Μας χάλασε και μια ραπτομηχανή και που να βρεις μάστορα τέτοιες μέρες. Γαζώναμε, γαζώναμε μα δεν τελειώναμε. Έμεινε και το συνεργείο χωρίς δουλειά. Τους είχαμε φέρει από νωρίς να είναι έτοιμοι να πιάσουν δουλειά μόλις τελείωνε το ράψιμο. Τι να κάναμε, να τους αφήναμε να κάθονται; Τους βάλαμε να μπογιατίσουν το κουρείο. Βάφανε τρεις μέρες, τελείωσε κι αυτή η δουλειά και τους πήγαμε στο χωριό να βοηθάνε τους αγρότες. Άλλος βοήθαγε στο άρμεγμα των αγελάδων, άλλος στο όργωμα των χωραφιών, άλλος στα χοιροστάσια. Ήταν και μερικοί που ζήτησαν από μόνοι τους να βοηθήσουν τους αγρότες να ετοιμάσουν και να στήσουν τα ξόβεργα για τα αμπελοπούλια. Δεν κατάλαβα τότε γιατί τόση προθυμία, όταν όμως με κάλεσαν το βράδυ να φάμε, όλα ξεκαθάρισαν. Το πλιγούρι ήταν άπαικτο. Φάγαμε μερικές δωδεκάδες για δοκιμή και τα βρήκαμε μικρά ακόμα. Ένας που ήξερε από τέτοια, έλεγε πως θα παχύνουν σε μια-δυό βδομάδες και θα είναι πολύ καλύτερα. Τώρα να τον πιστέψω; Δεν είχαμε τέτοια στο χωριό μου να ξέρω. Μόνο σαρδέλες τρώγαμε τέτοιο καιρό και κανένα κολιό, άμα βρισκότανε. Σ΄ ένα τραπέζι από πίσω καθόντουσαν πέντε-έξη πρωτευουσιάνοι που ήρθαν με δύο μερσεντές κι μια πόρσε απ’ αυτές που είναι σαν τζιπ. Τρώγανε όλο το βράδυ και πίνανε ουίσκι, χρωματιστό, μπλε, όπως λέγανε. Δεν ήξερα από χρωματιστά ουίσκι αλλά ούτε και γύρισα να το ιδώ. Εμείς στο χωριό, ρακί πίναμε που είναι άχρωμο. Ρώτησα χαμηλόφωνα τον βοηθό που είναι ντόπιος και μου είπε πως τα χρωματίζουν για φορολογικούς σκοπούς, μην πάθουνε κι αυτοί όπως την ελλάδα που τρέχει να εισπράξει φόρους από τον λογαριασμό του ηλεκτρικού. Χρωματίζουν, λεει το ουίσκι για να το ξεχωρίζουν από άλλα οινοπνευματώδη και να το φορολογούν. Θα βάλουνε, λεει, και φόρο στα αμπελοπούλια, με το ένα όμως, όχι με την δωδεκάδα. Αυτό, έλεγε ένας του υπουργείου οικονομικών που ήταν μαζί μας, θα δυσκολέψει πολύ τους φοροθέτες γιατί τα μαγαζιά πουλάνε με την δωδεκάδα και βάζουνε κι’ ένα-δυό δωρεάν σε κάθε δωδεκάδα άμα παραγγέλνεις πιο πολλές από τέσσερις, και άντε τότε να βρεις άκρη πόσα πουλήσανε. Άσε που κάνουν και κάμποσα τουρσί και τα βάζουν σε κάτι βάζα αδιαφανή. Που να βρεις άκρη αν είναι τόσα όσα γράφουν απ’ έξω. Καλύτερα, έλεγε, να βάζανε φόρο στα σουβλάκια. Για σεφταλιές, δεν ξέρω, δεν είπε τίποτα. Μπάχαλο, σου λεω.
No comments:
Post a Comment