Sunday 30 November 2008

Μύρισα, γεύτηκα τον Παράδεισο!















Διάβασα σήμερα στην εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος" κείμενο του Γιώργου Σοφοκλέους κάτω απο την επικεφαλίδα "Η Κληρονομιά Μας" συνέντευξη του ζεύγους Αντώνη και η Αντριάνας Λυσσάνδρου από την Κώμα του Γιαλού για το ψάρεμα στο κατεχόμενο χωριό τους. Παραθέτω αυτούσιο το κείμενο γιατί λέει πράγματα που λίγοι γνωρίζουν για το ψάρεμα στη Κύπρο και ειδικά στη Κώμα του Γιαλού. Ο κύριος λόγος είναι γιατί θέλω να το έχω φυλαγμένο κάπου. Επειδή είχα την τύχη μα μυρίσω και να γευτώ τον Παράδεισο που αφηγούνται.

«Ο Φιλελεύθερος» 30/11/2008

Κώμα του Γυαλού, το ψαροχώρι


Πώς το μεράκι ενός ανθρώπου για τη θάλασσα, μετέτρεψε σε ψαράδες τους κατοίκους ενός ολόκληρου χωριού.

Τη δεκαετία του '20 ζούσε στην Κώμα του Γυαλού ένας πολυσύνθετος και δραστήριος άνθρωπος. Μέντζιη τον έλεγαν και του άρεσε πολύ η θάλασσα και το ψάρεμα. Ήξερε να ψαρεύει με αγκίστρι και καμάκι από τη στεριά. Το πολύ του μεράκι κι η αγάπη που είχε για τη θάλασσα τον ώθησαν στο να φτιάξει μια μικρή ξύλινη βαρκούλα και μ΄ αυτή ξανοιγόταν στο πέλαγος αυτοσχεδιάζοντας... Όταν όμως άκουσε πως στο Λιοπέτρι υπήρχαν ψαράδες που ήξεραν την τέχνη, πήρε τη βαρκούλα του και γιαλό-γιαλό πήγε κοντά τους για να μάθει κι αυτός τα μυστικά του επαγγέλματος. Όταν έμαθε τα χρειαζούμενα, γύρισε στο χωριό. Όχι όμως από το συντόμι, αλλά κάνοντας το γύρο της Κύπρου.


Στο χωριό, δίδαξε πρώτα μερικές γυναίκες πώς να κατασκευάζουν δίχτυα κι ύστερα, σιγά-σιγά τον μιμήθηκαν κι άλλοι... Δυο βάρκες όλες κι όλες στην αρχή και μετά γίνανε τέσσερις. Αργότερα, ολόκληρο το χωριό με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είχε σαν κύρια απασχόληση, την ψαριτζιή.


«Όταν πρωτοξεκίνησε η ψαριτζιή σαν επάγγελμα στην Κώμα του Γιαλού το 1920-25, ήταν δεν ήταν δυο-τρεις ξύλινες βαρκούλες, μια σταλιά η κάθε μια. Δεκαέξι με δεκαοκτώ πόδια μήκος όλα κι όλα. Με μόνα εφόδια δυο ξύλινα κουπιά κι ένα μικρό πανί... Μέχρι το 1974 όταν ξεριζωθήκαμε λόγω της τουρκικής εισβολής, η ψαριτζιή εδράτζιασε στο χωριό μας, φτάσαμε να έχουμε 22 ψαρόβαρκες όλες εφοδιασμένες με μηχανές και 4 καΐκια..!», μας αφηγούνται ο Αντώνης και η Αντριάνα Λυσσάνδρου από την Κώμα του Γιαλού. «Για την κατασκευή των διχτύων χρησιμοποιούσαμε κλωστή βαμβακερή που κλώθαμε οι ίδιες στην ανέμη, αργότερα τα φτιάχναμε με νάιλον κλωστή εισαγόμενη... Αρχίζαμε πρώτα με το τρέμεζο, διαφορετική κλωστή για το γραντί κι ύστερα άλλη, διαφορετική κλωστή για τον αρμαδόρο. Ανάλογα με το είδος του διχτύου που θα φτιάχναμε βάζαμε τέσσερα, τεσσεράμισι ή πέντε «αμμάθκια» και προχωρούσαμε στην κατασκευή του, με μεγάλα ανοίγματα στην εξωτερική και μικρότερα στην εσωτερική. Τα μόνα εργαλεία που χρησιμοποιούσαμε ήταν το βελόνι και ο μουρέλλος. Τίποτα άλλο... Το ύψος τους ήταν περίπου ενάμισι μέτρο και το μήκος 60 με 80 ορκές, ανάλογα με την παραγγελιά που μας έδιναν οι ψαράδες και με βάση τις ανάγκες που ήθελαν να καλύψουν. Για να κάμουμε μια ζεμπύλα δίχτυα χρειαζόμασταν πάνω-κάτω 20 ημέρες, ανάλογα βεβαίως με το είδος του καθ΄ ενός. Το δίχτυ με τη βαμβακερή κλωστή εκαταστρέφετουν εύκολα και έπρεπε να το μπαλώνουμε συνεχώς... Και ολοένα να φτιάχνουμε καινούργια...», συνεχίζουν. «Για να διατηρηθούν περισσότερο τα δίχτυα τα νηματένια, μετά την ψαριά τα έπλεναν σε κόλυμπους με γλυκό νερό που υπήρχαν στην παραλία, στη συνέχεια τα άπλωναν σε ειδικά ξύλα για να στεγνώσουν και ο καπετάνιος τα μπάλωνε για να είναι έτοιμα προς χρήση την επομένη μέρα...» «Τα πρώτα χρόνια η ψαριτζιή με τα λιγοστά εφόδια που διαθέταμε, ήταν δουλειά δύσκολη και σκληρή. Χρειαζόταν πολύ μεγάλη προσπάθεια και σωματική ευρωστία για να αντεπεξέλθει κανείς...


Ο πρώτος μου «μάστρος» ο Γιωρκής Κοτζιαγιός ήταν ξακουστός για τη δύναμή του. Συνήθιζε να λέει αστειευόμενος ότι αν του έδεναν τη γη στους ώμους, μπορούσε να την κουβαλήσει. Μια μέρα έβαλε στοίχημα με τους άλλους ψαράδες, ότι μπορούσε να βγάλει μόνος του στη στεριά τη βάρκα, δουλειά καθημερινή, που όμως χρειάζονταν 3 με 4 άντρες για να την κάνουν... Μ΄ έβαλε εμένα στην πλώρη να κρατώ την ισορροπία και σπρώχνοντας τη βάρκα με την πλάτη την έβγαλε έξω, προκαλώντας τους άλλους αν ήθελαν να την πάρει έτσι μέχρι το χωριό!», θυμάται ο κυρ-Αντώνης. «Κάναμε και διαγωνισμούς... ιστιοπλοϊκούς, στοιχηματίζοντας για το ποιος είχε την πιο γρήγορη βάρκα και ποιος ήταν ο καλύτερος χειριστής του πανιού... Όλα αυτά τα στοιχήματα και οι «διαγωνισμοί» κατέληγαν πάντα σε φαγοπότι στην παραλία. Κι αυτή ήταν η πιο όμορφη ανταμοιβή στους κόπους μας και στη σκληρή καθημερινή προσπάθεια για επιβίωση». Οι εικόνες η μια μετά την άλλη σαν μαγικό χαλί, ξεδιπλώνονταν γοητευτικές και αναλλοίωτες από το χρόνο, ατόφιες και συνάμα τόσο αληθινές... σαν να ήταν μόλις χτες, όλα αυτά τα γεγονότα που ακούραστα και με μεγάλη προθυμία αλλά και ευχαρίστηση απαριθμούσε ο κυρ-Αντώνης.


«Οι πιο βασικοί τρόποι αλιείας στο χωριό μας ήταν με τα δίχτυα, το παραγάδι, το καμάκι και τη συρτή που τη σέρναμε πίσω από τη βάρκα για κάνα ψάρι μεγάλο, συναγρίδα ίσως και έτσι έβγαινε καλύτερα το μεροκάματο... Ψαρεύαμε επίσης με παλαιόττο, ρίχναμε δηλαδή, κυκλικά το δίχτυ στα ξέβαθα και τρομάζαμε τα ψάρια με δυνατά χτυπήματα πάνω στη βάρκα με τα πόδια μας. Μια άλλη μέθοδος ψαρέματος, που ήθελε ιδιαίτερη μαστοριά, ήταν ο πιζόβολος. Ήταν ένα μικρό κυκλικό δίχτυ που κρατούσε με δεξιοτεχνία ο ψαράς και περπατούσε στα ξέβαθα. Όταν έβλεπε το κοπάδι με τα ψάρια το έριχνε με τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε, όταν έπεφτε σχημάτιζε «ομπρέλα» και μέσα σ΄ αυτήν παγίδευε τα ψάρια... Ψαρεύαμε και με πυροφάνι, αρχικά χρησιμοποιώντας «μασσιαλλάες», προτού ακόμα εμφανιστούν τα λουξ, μέσα από τη βάρκα ή από την ακτή, στα ξέβαθα...»


Οι θύμησες πολλές, σαν κόπια παλιάς κινηματογραφικής ταινίας, ξεδιπλώνονται πλημμυρίζοντας την καρδιά με νοσταλγία... και τα μάτια άθελα, υγραίνονται. Το μυαλό πεισματικά προσκολλημένο στα περασμένα. Οι αναμνήσεις για το χωριό το πολυαγαπημένο, σαν σαράκι τρώνε τα σωθικά. Μια μικρή αμυδρή ελπίδα, δίνει πιότερο νόημα στην ύστερη ζωή της προσφυγιάς. Πότε επιτέλους θα ξημερώσει η ευλογημένη εκείνη ώρα της επιστροφής... Κι ας ξεψυχήσω εκεί μπροστά στην ταπεινή παράγκα στην ακρογιαλιά. Εκεί που σεργιανίσαμε τα νεανικά μας όνειρα, προσφάι στην αλμύρα και τον καθημερινό κάματο για τη ζωή. Ψάρεμα σε δύο λιμνοθάλασσες «Δεξιά και αριστερά του χωριού μας υπήρχαν δυο μικρές λιμνοθάλασσες. Το χειμώνα έσμιγαν με τη θάλασσα, το καλοκαίρι όμως απομονώνονταν από αυτήν εγκλωβίζοντας πολλά ψάρια, κυρίως κέφαλους. Πήγαιναν λοιπόν οι νέοι, έσκαβαν στο βυθό της λίμνης 2-3 τρύπες και στη συνέχεια έκαναν θόρυβο στην επιφάνεια, τρομάζοντας τα ψάρια που πήγαιναν για να κρυφτούν στις τρύπες. Τα μάζευαν απ΄ αυτές και κρεμώντας τα στους ώμους με σκλινίτζια, σαν τρόπαια, τα έφερναν καμαρωτοί στο χωριό... «Πολλοί ψάρευαν στις λίμνες με... "τσούνιασμα". Έπαιρναν σπόρους από "τσούννες", ένα είδος αγριόχορτου που βλαστούσε σε μεγάλες ποσότητες στο χωριό μας και τους έσπαζαν με πέτρα μέσα στη λίμνη. Το υγρό από τες "τσούννες" νάρκωνε τα ψάρια, τα οποία στη συνέχεια μάζευαν οι συγχωριανοί πολύ εύκολα με καλάθια ή κοφίνια..! Με το "τσούνιασμα" ψαρεύαμε και χέλια μέσα στους κόλυμπους. Από τα νερά της βροχής του χειμώνα στις κοίτες των ποταμών κυρίως, σε μικρές και μεγάλες κοιλότητες, σχηματίζονταν κόλυμποι όπου κρύβονταν πολλά χέλια. Με τις "τσούννες" τα ναρκώναμε και τα μαζεύαμε με σχετική ευκολία... Τα χρόνια εκείνα τα παλιά, οι χελώνες δεν ήταν απαγορευμένο είδος όπως σήμερα. Τις κυνηγούσαμε λοιπόν και γιατί μας ξέσκιζαν τα δίχτυα, αλλά και για το κρέας τους, που όταν ήξερες να το μαγειρέψεις γινόταν πολύ νόστιμο...Το κέλυφος τους το κάναμε κούνιες για τα μωρά, πάχνες των ζώων, ποτίστρες κ.λπ. Στην παραλία, είχαμε μια μικρή πρόχειρη παράγκα και όταν τελειώναμε την ψαριά μαζευόμασταν όλοι εκεί μέσα και μαγειρεύαμε. Ψαρόσουπα, πρωτέττο, οφτό, σαλαμούρα, σουπιές και χταπόδια καθιστά... Όταν έμπαινες σ' εκείνη τη φτωχική παράγκα και σε έζωναν όλες αυτές οι θεσπέσιες μυρωδιές, νόμιζες πως ήσουν στον Παράδεισο».

2 comments:

lakis said...

Απ' τις αναμνήσεις που δεν πρέπει να σβήσουν στο πέρας του χρόνου. Όμορφο πολύ. Καλή σου μέρα

stalamatia said...

Όμορφες αναμνήσεις βίαια στερημένες.
Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν θα είναι το ίδιο.
Μου αρέσει να διαβάζω ιστορίες βγαλμένες από τη ζωή.Να είσαι καλά.