Συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση
«Ο «Εσύ» (αυτός είμαι εγώ, είπαμε) «να παρουσιαστεί πάραυτα στο διοικητήριο», ακούστηκε από τα μεγάφωνα ένα πρωινό του Φεβράρη την ώρα που μαζί με άλλους κάτι σκαλίζαμε μέσα στα χωράφια γιατί έτσι μας είπαν να κάνουμε.
Τι δουλειά έχω εγώ με το διοικητήριο, σκέφτηκα. Εκεί πάνε όσοι δουλεύουν στα γραφεία, αυτοί που είχαν τα μέσα δηλαδή και εγώ τέτοια δεν είχα. Ήταν μεν καλό πόστο για να υπηρετεί κάποιος την θητεία του αλλά η δική μου παρουσία εκεί ήταν εντελώς τυχαία. Σχεδόν όλοι οι άλλοι βρισκόντουσαν εκεί γιατί είχαν τα μέσα, εκτός από δύο-τρεις που τους έστειλαν από την άλλη άκρια του νησιού ως δυσμενή τοποθέτηση.
Δεν πρόλαβα να ανέβω τα σκαλιά όταν ένας παλιός συμμαθητής, γραφέας ήτανε, μ’ έστειλε στο γραφείο του ιδίου του διοικητή ενώ μου έκλεισε συνωμοτικά το μάτι. Ο διοικητής καθότανε με κάποιον στον οποίον λεει « νάτος, ο δικός σου». «Εσύ», μου λεει, «θα πάς με τον κύριο». Ο κύριος, ένας ψηλός γύρω στα 45, άρτι αφιχθείς, με βαθμό κατώτερο του διοικητή, με παίρνει στο διπλανό γραφείο, το γραφείο του όπως μου είπε και με καθίζει σε μια καρέκλα. «Εγώ», μου λεει ενώ άνοιγε τον χαρτοφύλακα του από τον οποίον έβγαλε ένα κιτρινισμένο χαρτί, «είμαι τρελός με δίπλωμα!» Και μου δίνει να το διαβάσω. Ήταν ένα χαρτί με κίτρινη μπορντούρα που είχε τίτλο ‘Ιατρικό Πιστοποιητικό’. Έγραφε πολλά αλλά αυτό που συγκράτησα ήταν δύο λέξεις, ‘ψυχική διαταραχή’.
«Τώρα σήκω», μου λεει. «Ξέρεις τι είναι αυτό που κρατώ», και τράβηξε κάτι που ήταν πίσω από την πόρτα. «Ένα σπαθί, ένα ξίφος», του λεω. «Ωραία, τώρα γονάτισε» Τι να ‘κανα με τον τρελό, γονάτισα. Ακουμπάει το σπαθί στον ώμο μου και λεει «από αυτή τη στιγμή, σε χρίζω υπασπιστή μου!». Όπα, σκέφτηκα, τι είναι πάλι τούτο. «Τελείωσες το σχολείο», μου λεει, «άρα ξέρεις να διαβάζεις και να γράφεις». «Ναι» του απαντώ, «αυτό είναι σωστό». «Ωραία, από τώρα και στο εξής, θα κάθεσαι στο γραφείο που είναι πίσω από το δικό μου και όταν σου λεω να διαβάζεις, θα διαβάζεις και όταν σου λεω να γράφεις, θα γράφεις». «Α! Και που ‘σαι», μου λεει «αύριο θα πάρεις τον οδηγό μου και θα πάρεις την ‘μικρή’ στη πόλη για ψώνια». Η ‘μικρή’ όπως σύντομα έμαθα, ήτανε η γκόμενα που είχε ήδη εγκαταστήσει σ’ ένα σπίτι κάπου εκεί κοντά.
«Και τώρα, πάρε μου στο τηλέφωνο τον διοικητή», μου λεει. «Μα δεν έχουμε τηλέφωνο» του απαντώ. Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε! «Να τσακιστούν όλοι να μου βάλουν τηλέφωνο. Αμέσως! Και πού ‘σαι, δύο τηλέφωνα, το ένα να είναι πράσινο». Την άλλη μέρα, όταν γύρισα από την πόλη, το γραφείο του είχε δύο τηλέφωνα, ένα μαύρο και ένα πράσινο. Τέτοια και πολλά άλλα, ακόμα πιο τρελά, είχαμε κάθε μέρα.
Έμεινα μαζί του, σ’ εκείνο το γραφείο για περίπου έξι μήνες. Σ’ αυτό το διάστημα, δεν θυμάμαι να μου είχε ποτέ δώσει οτιδήποτε να διαβάσω ή να γράψω εκτός από δελτία ‘Προ-Πο’. Ένα πρωινό στις αρχές Ιουλίου με φωνάζει και μου λεει « Εσύ», «τώρα λεω να σε στείλω να δουλεύεις εκεί με τον ‘τάδε’ γιατί θέλω να μείνω λιγάκι μόνος» και μ’ έστειλε να κάθομαι σε μία αποθήκη.
Τον είδα ξανά από κοντά σε περίπου δύο εβδομάδες, εκείνο το πρωινό που γινόταν η επιλογή όταν με δική του επιμονή και οδηγίες με τοποθέτησαν στην 3η ομάδα. Ήταν ο «αρχηγός» που λέγαμε. (Βλέπε την αμέσως προηγούμενη ανάρτηση πιο κάτω).
1 comment:
όλοι οι πάτρονοι την ίδια "μουτσούνα" έχουν
Post a Comment