Thursday 19 June 2008

Θυμάμαι, πόσο ευτυχισμένος ένοιωθα όταν γεννήθηκα. Ήταν Ιούνιος και η μέρα ήταν Δευτέρα, μια απ’ αυτές τις ήσυχες μέρες που ο κόσμος πήγαινε στη δουλειά του το πρωί, οι πιο πολλοί με τα ποδήλατα ή με τα πόδια. Ο πατέρας μου δεν πήγε στο καφενείο εκείνο το πρωί όπως συνήθιζε να κάνει κάθε μέρα προτού ανοίξει το μαγαζί του. Είχε συνοδεύσει την μητέρα μου στη Λευκωσία όπου την πήγαν εσπευσμένα λίγο μετά τα μεσάνυκτα της Κυριακής από την Αμμόχωστο όπου μέναμε, για να με γεννήσει. Με το που με πρωτοείδε η μητέρα είπε ότι γέννησε το πιο όμορφο και έξυπνο πλάσμα στο κόσμο. Ο πατέρας πρόσθεσε ότι η εμφάνιση μου μαρτυρούσε πως θα γινόμουν μεγάλος ψαράς όπως κι’ αυτόν. Και είχαν βεβαίως και οι δύο δίκαιο.

Για μένα η μέρα άρχισε κάπως μουδιασμένα. Ήταν ζέστη και δεν φυσούσε, η έλλειψη όμως υγρασίας στη Λευκωσία έκανε την μέρα σχετικά υποφερτή. Βαριόμουν να κάνω το ταξίδι μέχρι την Αμμόχωστο. Το αυτοκίνητο δεν θα έτρεχε πολύ και ο πατέρας όντας πάντοτε ιδιαίτερα προσεκτικός, θα πήγαινε ακόμα πιο αργά από άλλες φορές για να προστατεύσει τον γιο του. Μόνο άμα πηγαίναμε για ψάρεμα τα Σαββατοκύριακα βιαζόταν να φθάσει στο προορισμό μας το συντομότερο. Έτσι ανέβαλα το ταξίδι για μια μέρα. Φύγαμε από την κλινική την Τρίτη το πρωί και λίγο πριν από το μεσημέρι πρωτοαντίκρισα την θάλασσα της Αμμοχώστου. Κατεβήκαμε στη γλώσσα και είδαμε την καινούργια βάρκα του πατέρα. Είχε κουπιά, πανιά και μια μικρή μηχανή και το Σαββάτο πρωί-πρωί θα πηγαίναμε για ψάρεμα στην Περνέρα. Ήπιαμε ένα ποτό με τον Χάλο, φάγαμε κι’ ένα μεζεδάκι και πήγαμε στο σπίτι. Δεν είχαμε χρόνο για ψάρεμα, ήταν και μεσημέρι, ο ήλιος δυνατός, είπαμε να τ’ αφήσουμε για αργότερα. Στο σπίτι, τα συνηθισμένα. Καθίσαμε για λίγο στη βεράντα, περπατήσαμε στο κήπο κάτω από την κληματαριά και μετά ξαπλώσαμε. Πάντα ξαπλώναμε το μεσημέρι τα καλοκαίρια. Ένας υπνάκος ήταν αναγκαίος για να έχουμε δυνάμεις για το βράδυ όπου θα πηγαίναμε στο Αλάσια με φίλους για μεζεδάκια. Πόσο μου άρεσε η ταχίνη που έφτιαχναν, καλά κτυπημένη, με αρκετό λεμόνι και με λίγα φιλαράκια φρέσκο μαϊντανό. Απόλαυση!

Την άλλη μέρα το πρωί στο καφενείο ο πατέρας κέρασε τους καφέδες σ’ όλους τους φίλους και πήρε τα συγχαρητήρια για τον ερχομό μου. Μετά άνοιξε το μαγαζί αλλά δεν είχε και πολύ όρεξη για δουλειά. Πάντα προτιμούσε να ήταν στο ψάρεμα αντί για δουλειά αλλά το καλοκαίρι δεν κρατιόταν με τίποτα. Του μιλούσαν για παραγγελίες, για αποθήκες και φορτώσεις, μεταφορές εμπορευμάτων, για λογιστικά και άλλα της δουλειάς κι’ αυτός έδενε αγκίστρια στη πετονιά για κέφαλους, ή έβαζε βαρίδια για το παραγάδι. Αυτά ήταν τα σοβαρά πράγματα, όχι τα άλλα.

Το μεσημέρι φάγαμε μόνο καρπούζι. Ήταν ζέστη και προτιμήσαμε κάτι ελαφρύ προς μεγάλη απογοήτευση της μητέρας που είχε ετοιμάσει φρέσκα φασολάκια γιαχνί χωρίς κρέας γιατί ποτέ δεν μου άρεσε. Το δέχτηκε μόνο όταν την διαβεβαίωσα πως θα τα έτρωγα το βράδυ επειδή μου άρεσαν περισσότερο όταν ήταν κρύα. Της ζήτησα μάλιστα να φτιάξει και ταλατούρι που μου άρεσε πολύ και να βάλει αρκετό φρέσκο σκόρδο και δυόσμο. Μετά το μεσημεριανό καρπούζι πήγαμε για κολύμπι στη χρυσή ακτή όπως κάναμε τα πιο πολλά μεσημέρια. Δεν έφυγα με τον πατέρα, έμεινα στη θάλασσα και περπάτησα μέχρι το Ακταίον. Εκεί βρήκα τον Αντώνη και αφού περάσαμε από το Φάληρο πήγαμε στο υπόστεγο του Ναυτικού Ομίλου όπου ήταν και οι άλλοι φίλοι. Κολυμπήσαμε μέχρι τους βράχους, περπατήσαμε σ’ αυτούς με προσοχή μέχρι την άκρη και απ’ εκεί κολυμπήσαμε μέχρι την Καμήλα. Ο Φοίβος πέρασε με το ταχύπλοο μια-δυο φορές από μπροστά μας με κάτι τουρίστες αλλά ήταν πάντα προσεκτικός και δεν φοβόμαστε. Κοντά στη Καμήλα βουτήξαμε για τον συνηθισμένο διαγωνισμό όπου έπρεπε να βγάλουμε άμμο από τον βυθό για απόδειξη της βουτιάς στο πλήρες βάθος. Όταν γυρίσαμε στη γλώσσα δεν είχαμε όρεξη για άλλο παιγνίδι, τα μαζέψαμε και πήγαμε με τα πόδια στα σπίτια μας. Το βράδυ κάτι άλλο θα κάναμε. Και το άλλο πρωί, τα ίδια.

Από τότε, τα ίδια κάνω, κάθε μέρα του Ιουνίου.

Friday 6 June 2008

Ποτέ πια πόλεμος

DDay







Στις 6 Ιουνίου 1944, την προκαθορισμένη μέρα με την θρυλική επωνυμία D-Day, συμμαχικές δυνάμεις Άγγλων, Αμερικανών και Καναδών αποβιβάζονται ταυτόχρονα σε πέντε παραλίες της Νορμανδίας, ξεκινώντας την συμμαχική εισβολή στη Δυτική Ευρώπη. Τη ίδια ώρα, ο Σοβιετικός στρατός κρατά μεγάλο μέρος του Γερμανικού στρατού καθηλωμένο σε πολεμικά μέτωπα στην Ευρώπη. Αρχίζει έτσι η σταδιακή απελευθέρωση της Δυτικής Ευρώπης. Μέχρι το τέλος Αυγούστου, το Παρίσι είναι πια ελεύθερο.

Η συμμαχία ενάντια στο φασισμό του Χίτλερ, με πολύ ψηλό τίμημα που ακόμα πληρώνει η ανθρωπότητα, επιτυγχάνει τον σκοπό της. Ένα είναι το σύνθημα που επικρατεί:

ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΠΟΛΕΜΟΣ

Ας συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για την ΕΙΡΗΝΗ.