Ο Νευρικός Ποδηλάτης
Από μία διαβολική σύμπτωση δεν πήρε το πορτοφόλι
του όταν έφυγε από το σπίτι εκείνο το πρωί. Αντί αυτού, άρπαξε στη βιασύνη του
την δερμάτινη θήκη στην οποία φύλαγε τα κλειδιά του εξοχικού του και μπήκε στο
αυτοκίνητο. Όταν σταμάτησε στον χώρο στάθμευσης του γραφείου του κατευθύνθηκε
όπως κάθε πρωί στο διπλανό περίπτερο για να πάρει τις πρωινές εφημερίδες και
τότε κατάλαβε τι έκανε. Βλαστήμησε σιωπηλά, είπε στον περιπτερά πως θα τον
πληρώσει αργότερα και μπήκε στο γραφείο. Για να μην ξεχαστεί και μείνει χωρίς
λεφτά όλη την μέρα, ζήτησε από τον ταμία ένα ποσό έναντι του μισθού του.
Ο εκνευρισμός του ήταν μεγαλύτερος από άλλες μέρες.
Έβαζε τις φωνές αδικαιολόγητα στους υφιστάμενους του, μιλούσε με θυμό στο
τηλέφωνο και όλο μονολογούσε βρίζοντας. Σε στιγμές αναλαμπών, σκεφτόταν πως
έπρεπε να προσπαθήσει να είναι πιο ήρεμος. Το απόγευμα ήταν ελεύθερος από
δουλειά, έτσι αποφάσισε να κάνει κάποιου είδους άσκηση. Μόνο έτσι κατάφερνε να
κρατά τον εαυτό του σε έλεγχο. Χωρίς το πορτοφόλι δεν μπορούσε να πάει στο
γυμναστήριο, αφού εκεί φύλαγε την κάρτα εισόδου. Να επιστρέψει στο σπίτι, ούτε
λόγος. Τα δεκαοκτώ χιλιόμετρα δρόμου θα του χαλούσαν κάθε διάθεση για άσκηση.
Αποφάσισε να περπατήσει. Θα είχε διανύσει κανένα χιλιόμετρο όταν είδε στην
απέναντι πλευρά του δρόμου ένα κατάστημα που νοίκιαζε ποδήλατα. Αφού έπεισε τον
ιδιοκτήτη να δεχτεί αντί για το δελτίο ταυτότητας ένα ποσό χρημάτων σαν εγγύηση
πως θα επέστρεφε το ποδήλατο, το καβάλησε και άρχισε να ποδηλατεί με δύναμη.
Ήθελε να ιδρώσει, να κουραστεί, να ξεχάσει αυτά που τον βασάνιζαν τον τελευταίο
καιρό. Φαίνεται όμως πως παρά-ξεχάστηκε λιγάκι γιατί δεν πρόσεξε το κόκκινο
φανάρι στο επόμενο σταυροδρόμι. Η σύγκρουση με το αυτοκίνητο από τον κάθετο
δρόμο ήταν αστραπιαία και δυνατή. Σε λίγο, ένα ασθενοφόρο τον φόρτωσε και
κατευθυνόταν προς το νοσοκομείο. Το κεφάλι του ήταν άγρια στραπατσαρισμένο και
οι πληγές και το αίμα που έτρεχε είχαν κάνει το πρόσωπο του αγνώριστο.
Το πρώτο πράγμα που είδε όταν ξύπνησε ήταν ένα
μπουκάλι ορρού που κρεμόταν από πάνω του. Ένας νοσοκόμος που φορούσε μια πάνινη
μάσκα μόλις είχε ανοίξει την πόρτα. Του έριξε μια γρήγορη ματιά και έφυγε με
γοργό βήμα. Γύρισε σε λίγο μαζί με τον γιατρό. «Καλημέρα, πως νοιώθεις;», είπε
ο γιατρός. Αυτός, ήταν σαστισμένος. Πού βρισκόταν; Τι του συνέβαινε; Μα προ
παντός, ποιος ήταν; Το κεφάλι του πόναγε και καταλάβαινε ότι ήταν τυλιγμένο σε
γάζες. Με κόπο άνοιξε το στόμα και προσπάθησε να μιλήσει. « Πονάω», ψέλλισε.
«Ησυχάστε κύριε Γρηγόρη», είπε ο γιατρός, «τα δύσκολα πέρασαν. Τώρα είσαι εδώ,
έξω από τον θάλαμο εντατικής παρακολούθησης και σύντομα θα νοιώθεις καλύτερα».
«Ποιος είναι ο Γρηγόρης», σκέφτηκε. «Κι εγώ, ποιος
είμαι;» Κάνοντας αυτή την ερώτηση στον εαυτό του συνειδητοποίησε πως δεν
θυμόταν τίποτα. Αναγκάζοντας το μυαλό του να πάρει μερικές στροφές κατάλαβε πως
αυτός θα ήταν ο Γρηγόρης και ότι έπαθε αμνησία. Το μόνο που θυμόταν ήταν να
τρέχει μαζί με άλλα παιδιά, μικρός κάποτε, σε μια αλάνα κρατώντας ένα ξύλινο
σπαθί και τον Αντωνάκη, τον γείτονα του, να του φέρνει το δικό του σπαθί
κατακέφαλα και να βάζει τα κλάματα.
Εκ Περιτροπής
Tα βίαια παιγνίδια δεν του άρεσαν ιδιαίτερα.
Προτιμούσε να παίζει με τις φίλες της αδελφής του αλλά πιο πολύ του άρεσαν τα
επιτραπέζια παιγνίδια και τα σταυρόλεξα. Με τις προτροπές όμως της μητέρας του
και με τις παρακλήσεις των άλλων αγοριών της γειτονιάς, δεχόταν καμιά φορά να
συμπληρώσει το κενό σε μια από τις δύο ομάδες ποδοσφαίρου η να λάβει με
επιφύλαξη μέρος σ’ ένα από τα άλλα παιγνίδια που περιελάμβαναν αρκετό κυνηγητό
και τσακωμούς. Όπως αυτό με τα ξύλινα σπαθιά που τον άφησε δυο νύκτες στο
νοσοκομείο. Κάτι άλλο που ερχόταν αμυδρά στη μνήμη του ήταν εκδρομές σε
παραθαλάσσια μέρη και μια βάρκα με κουπιά. Όμως όσο και αν στρίμωχνε το μυαλό
του, δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε ποιος ήταν ούτε πως βρέθηκε στο νοσοκομείο.
Ένοιωσε και πάλι τα βλέφαρά του να βαραίνουν και αποκοιμήθηκε.
Ξύπνησε αργά το απόγευμα όταν μια νοσοκόμα του
μετρούσε την πίεση. «Επισκέψεις, κύριε Γρηγόρη, έχετε επισκέψεις» είπε
χαμογελώντας η νοσοκόμα και του έδειξε την νεαρή κοπέλα που στεκόταν πίσω της.
Έδειχνε χαρούμενη και ανυπόμονη. Η επισκέπτρια, μια νεαρή γύρω στα τριάντα, του
έπιασε το χέρι και με χαμόγελο του είπε «κύριε Γρηγόρη, μας ανησυχήσατε. Πως
είστε σήμερα;» Κατάλαβε πως απευθυνόταν σ’ αυτόν αλλά ιδέα δεν είχε ποια ήταν.
«Καλά», είπε και γυρνώντας στη νοσοκόμα ψιθύρισε «μα πού βρίσκομαι; Ποιος
είμαι;» Η Ελπίδα, όπως είπε πως λεγόταν η νεαρή κοπέλα, τράβηξε την καρέκλα
δίπλα στο κρεβάτι και κρατώντας του το χέρι του διηγήθηκε αυτά που συνέβησαν
τις τελευταίες μέρες.
Περνούσε την δωδέκατη μέρα στο νοσοκομείο μετά από
μια βίαιη σύγκρουση που είχε με αυτοκίνητο ενώ ποδηλατούσε στο κεντρικό δρόμο
της πόλης που πήγαινε προς την θάλασσα. Οι πληγές του είχαν γίνει σχεδόν
εντελώς καλά, μόνο δύο μικρούς επιδέσμους είχε στο κεφάλι, αν και χρειάστηκε να
του ξυρίσουν τα μαλλιά. Οι γιατροί αποφάνθηκαν ότι η διάσειση που υπέστη ήταν η
αιτία της προσωρινής του αμνησίας και πως σύντομα θα επανέβρισκε την μνήμη του.
Η Ελπίδα ήταν η προσωπική του βοηθός στο γραφείο της ασφαλιστική εταιρείας
«Σιγουριά» της οποίας ήταν ο διευθυντής στο κεντρικό κατάστημα της πόλης. Ήταν
διαζευγμένος εδώ και πέντε χρόνια, χωρίς παιδιά και έμενε σε μια μικρή πολυκατοικία
πάνω στην παραλία, λίγο έξω από την πόλη.
Η Ελπίδα ήταν ο μόνος του επισκέπτης και ερχόταν
κάθε μέρα το απόγευμα μετά που έκλεινε το γραφείο. Του μιλούσε για τα
καθημερινά του γραφείου, διηγιόταν γεγονότα που θα έπρεπε να θυμάται και στις
επίμονες ερωτήσεις του για την προσωπική του ζωή του έλεγε όσα ήξερε. Τίποτα
όμως από όσα άκουσε δεν κατάφεραν να του επαναφέρουν την μνήμη. Εξακολουθούσε
να μην έχει καμία ιδέα για την προηγούμενη ζωή του και ούτε ήξερε ποιος ήταν. Η
Ελπίδα δεν μπορούσε να του πει αν είχε στενούς συγγενείς ή φίλους γιατί δεν
ήξερε. Ήταν πάντα λιγομίλητος και κανείς δεν ήξερε περισσότερα για τα προσωπικά
του.
Στο τέλος της τρίτης εβδομάδας οι γιατροί του
έδωσαν εξιτήριο αν και η μνήμη του δεν επανήλθε. Θεώρησαν όμως καλύτερο να μετακινηθεί
στο δικό του περιβάλλον όπου σίγουρα θα ξαναθυμόταν. Η Ελπίδα μαζί με έναν
οδηγό ταξί που χρησιμοποιούσε το γραφείο τους τον βοήθησαν να μεταφερθεί στο
διαμέρισμά του. Ήταν μια πενταόροφη πολυκατοικία στη παραλία κι αυτός ζούσε στο
ρετιρέ που ήταν και το μόνο διαμέρισμα του τελευταίου ορόφου. Ένας από τους
συναδέλφους είχε μεταφέρει ήδη το αυτοκίνητό του από το γραφείο στον υπόγειο
χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας.
Περνούσε την μέρα του ανακατεύοντας τα πάντα μέσα
στο διαμέρισμα και κάνοντας περιπάτους στην παραλία. Έτρωγε κάθε μεσημέρι σ’
ένα από τα πολλά εστιατόρια της παραλίας προσπαθώντας να θυμηθεί κάτι για τον
εαυτό του και έπαιρνε από το μανάβικο κάτι για το βράδυ, συνήθως φρούτα. Η
Ελπίδα του τηλεφωνούσε καθημερινά και τον επισκεπτόταν κάθε άλλη μέρα το
απόγευμα μετά την δουλειά.
Μια μέρα, είπε στη Ελπίδα κάτι που τον ανησυχούσε
πολύ. Στο σπίτι υπήρχαν ρούχα, παπούτσια και πολλά άλλα γυναικεία αξεσουάρ που
δεν ήξερε σε ποια ανήκαν. Κανείς δεν είχε ακούσει ποτέ ότι μετά τον χωρισμό του
είχε κάποιο δεσμό και ούτε κανείς από τους γείτονες που ρώτησαν δεν μπόρεσε να
τους διαφωτίσει καλύτερα. Έπρεπε όμως να μάθει ποια γυναίκα βρισκόταν στη ζωή
του και προ παντός πού βρισκόταν και γατί μέχρι τώρα δεν εμφανίστηκε. Ζήτησε
από την Ελπίδα να του βρει ένα ιδιωτικό ντετέκτιβ.
Ο Φαίδων, ένας γεροδεμένος σαραντάρης, καθόταν
απέναντι του στο σαλόνι του ρετιρέ κρατώντας σημειώσεις σ ένα μπλοκάκι. Ζήτησε
να δει τα προσωπικά του χαρτιά και του έκανε αρκετές ερωτήσεις, πολλές για
αυστηρά προσωπικά θέματα. Μετά τους παρακάλεσε να βγουν για ένα περίπατο στην
παραλία για να τον αφήσουν με την ησυχία του να εξερευνήσει το διαμέρισμα και
να αξιολογήσει τα ευρήματα του.
Όταν επέστρεψαν μετά από περίπου τρεις ώρες βρήκαν
τον Φαίδωνα να βηματίζει με εμφανή σημάδια αμηχανίας και να ξύνει το κεφάλι
του. «Κύριε Γρηγόρη», είπε κοιτόντας την Ελπίδα, «οι ενδείξεις μου επιβάλλουν
να δεχθώ ότι μια γυναίκα υπάρχει σ’ αυτό το διαμέρισμα αλλά δεν ζει εδώ» και
συνέχισε, «δεν ξέρω πως να το εξηγήσω, ντύνεται με κομψά και πολύ ακριβά ρούχα,
φορά παπούτσια πολυτελείας, κυρίως με ψηλό τακούνι, και χρησιμοποιεί
εξειδικευμένα καλλυντικά προσώπου και γνωστά ακριβά αρώματα. Όμως, δεν υπάρχουν
πουθενά είδη προσωπικής υγιεινής που μια γυναίκα οπωσδήποτε χρειάζεται. Είναι
σαν να υπάρχει εδώ μια γυναίκα αλλά καμία γυναίκα δεν ζει εδώ! Είναι και κάτι
ακόμα», είπε «τα γυναικεία παπούτσια έχουν πολύ μεγάλο μέγεθος για συνηθισμένη
γυναίκα. Έχουν νούμερο σαρανταδύο!» Στη συνέχεια, με ιδιαίτερη αμηχανία, ρώτησε
τον Γρηγόρη, «κύριε Γρηγόρη, τι νούμερο παπούτσια φοράτε;» «Σαρανταδύο»
απάντησε ο Γρηγόρης κοιτώντας τις σόλες των παπουτσιών του. «Κύριε Γρηγόρη»,
συνέχισε ο Φαίδωνας, «μπορείτε να δοκιμάσετε να φορέσετε αυτά τα παπούτσια σας
παρακαλώ;» Ο Γρηγόρης φόρεσε με ιδιαίτερη ευκολία ένα ζευγάρι κόκκινες
γόβες-στιλέτο. Του έπεφταν γάντι!
«Κύριε Γρηγόρη», είπε ο Φαίδωνας κοιτώντας τον
πλέον στα μάτια, «είμαι τώρα σίγουρος πως είστε τραβεστί!»