
Την κούκλα μου την έβαλα κοντά στο παπαγάλο,
Της έβγαλε τα μάτια της και τώρα τι θα κάνω;
Θα πάω στην μαμάκα μου να μ’ αγοράσει άλλη,
Να μου περάσει ο καημός και η μεγάλη ζάλη.
Γιατί αν εκειό το ράσο που φορείτε
δεν σας δικάει να ζείτε με τιμή,
γιατί δεν το πετάτε να γενείτε
πραματευτάδες ή αμαξοδηγοί;
Κλέφτουν κι εκείνοι, ναι, κλέφτουν και γδυούνε,
μα τουλάχιστον δεν ιεροσυλούνε.
=====
Στο ανάθεμα, στο ανάθεμα να πάνε
Όλοι όσοι φιλοπόλεμοι προδότες
Το αίμα των παιδιώνε μας ζητάνε,
Και του Έθνους όλου τους τιμίους ιδρώτες.
Μα τι… κι αυτό το Έθνος το αμποδάνε
Στον κρεμνό! Πατριώτες Ισκαριώτες
Εσείς να πάτε οι Τούρκοι να σας φάνε·
Εχθροί, τύραννοι, δόλιοι συνωμότες,
Δώστε και σεις ψευτοήρωες μια ρανίδα
Από το απαίσιον αίμα το δικό σας,
Σεις πό’χετε στο στόμα την Πατρίδα,
Και στην καρδιά τον άθλιο εγωισμό σας,
Μα σεις δεν έχετε άλλη επιθυμία,
Παρά του γείτονά σας τη ζημία!...
Ανδρέας Λασκαράτος
(Ληξούρι 1811 - Αργοστόλι 1901)
Το πραξικόπημα και η Τουρκική εισβολή στη Κύπρο ήταν η αιτία να αποκατασταθεί η Δημοκρατία στην Ελλάδα με την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον σημαντικότερον Έλληνα πολιτικό της νεώτερης Ελληνικής ιστορίας που κατάφερε να εντάξει την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ελλάς του οφείλει.
Κυπριακή Σαλάτα
Υλικά:
- 7 φύλλα φρέσκου κυπριακού μαρουλιού
- 3 αγγούρια φρέσκα του χωραφιού
- 2 ντομάτες, κυπριακές, κόκκινες, ψημένες και σφικτές
- 2 μικρές πράσινες πιπεριές
- ½ δέσμη γλιστρίδα άγρια
- μερικά φυλλαράκια φρέσκια ρίγανη, κυπριακή.
- μερικά φυλλαράκια φρέσκο άνηθο
- 3 κουταλιές σούπας ελαιόλαδο, κυπριακό, παρθένο, εξαιρετικής ποιότητας
- ½ κουταλάκι γλυκού, θαλασσινό αλάτι από τον Απόστολο Ανδρέα ή από τον Ακάμα.
Για το πλύσιμο:
- καθαρό, τρεχούμενο νερό σε μια λεκάνη
- 1 κουταλιά σούπας ξύδι από κρασί , κυπριακό, είτε λευκό είτε κόκκινο
Εκτέλεση:
- ρίχνουμε το ξύδι στη λεκάνη με το νερό και βάζουμε μέσα όλα τα υλικά, εκτός από το ελαιόλαδο και το αλάτι. Περιμένουμε 3-4 λεπτά για να καθαρίσουν τα υλικά από τυχόν μικροοργανισμούς και τα ξεβγάζουμε. Τα πλένουμε ακόμα 2 φορές με καθαρό νερό.
- Στεγνώνουμε τα υλικά σε ειδικό δοχείο - στεγνωτήρι ή σε μια καθαρή βαμβακερή πετσέτα.
- Κόβουμε τα φύλλα μαρουλιού με κοφτερό μαχαίρι στη μέση, κατά μήκος και μετά κατά πλάτος σε τεμάχια πλάτους 2 εκατοστών του μέτρου και τα τοποθετούμε σε ξύλινη κούπα σαλάτας.
- Κόβουμε τις ντομάτες στη μέση, κατά μήκος, αφού αφαιρέσουμε προηγουμένως τα κοτσάνια και μετά κατά πλάτος σε φέτες πλάτους ½ εκατοστού του μέτρου. Ακολούθως τις τοποθετούμε πάνω από τα φύλλα μαρουλιού.
- Κόβουμε τα αγγούρια (ακαθάριστα) σε ροδέλες πλάτους 3 χιλιοστών του μέτρου και τα τοποθετούμε πάνω από τις ντομάτες.
- Αφαιρούμε τους σπόρους από τις πιπεριές και αφού τις κόψουμε σε ροδέλες πλάτους 3 χιλιοστών του μέτρου τις τοποθετούμε πάνω από τα αγγούρια.
- Ψιλοκόβουμε τα φύλλα άνηθου και τα βάζουμε στο κέντρο της κούπας.
- Αφαιρούμε τα φύλλα γλιστρίδας από τα κοτσάνια και τα τοποθετούμε ολόκληρα πάνω από τα άλλα υλικά.
- Προσθέτουμε το αλάτι και μετά το ελαιόλαδο.
- Ανακατεύουμε με περισσή επιμέλεια, με ξύλινα κουτάλια, για τουλάχιστον 4 λεπτά από όλες τις πλευρές της κούπας.
- Ρίχνουμε στο τέλος τα φρέσκα φύλλα ρίγανης.
Σημείωση:
- Είναι απαραίτητη προϋπόθεση όλα τα υλικά να είναι κυπριακά και φρέσκα.
- δεν τοποθετούμε κατ’ ουδένα λόγο λεμόνι γιατί είναι ξινό
- τρώγεται σκέτη μαζί με δύο φρυγανιές ολικής αλέσεως
Πέστε μου αν βρήκατε λάθος.
Συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση
«Ο «Εσύ» (αυτός είμαι εγώ, είπαμε) «να παρουσιαστεί πάραυτα στο διοικητήριο», ακούστηκε από τα μεγάφωνα ένα πρωινό του Φεβράρη την ώρα που μαζί με άλλους κάτι σκαλίζαμε μέσα στα χωράφια γιατί έτσι μας είπαν να κάνουμε.
Τι δουλειά έχω εγώ με το διοικητήριο, σκέφτηκα. Εκεί πάνε όσοι δουλεύουν στα γραφεία, αυτοί που είχαν τα μέσα δηλαδή και εγώ τέτοια δεν είχα. Ήταν μεν καλό πόστο για να υπηρετεί κάποιος την θητεία του αλλά η δική μου παρουσία εκεί ήταν εντελώς τυχαία. Σχεδόν όλοι οι άλλοι βρισκόντουσαν εκεί γιατί είχαν τα μέσα, εκτός από δύο-τρεις που τους έστειλαν από την άλλη άκρια του νησιού ως δυσμενή τοποθέτηση.
Δεν πρόλαβα να ανέβω τα σκαλιά όταν ένας παλιός συμμαθητής, γραφέας ήτανε, μ’ έστειλε στο γραφείο του ιδίου του διοικητή ενώ μου έκλεισε συνωμοτικά το μάτι. Ο διοικητής καθότανε με κάποιον στον οποίον λεει « νάτος, ο δικός σου». «Εσύ», μου λεει, «θα πάς με τον κύριο». Ο κύριος, ένας ψηλός γύρω στα 45, άρτι αφιχθείς, με βαθμό κατώτερο του διοικητή, με παίρνει στο διπλανό γραφείο, το γραφείο του όπως μου είπε και με καθίζει σε μια καρέκλα. «Εγώ», μου λεει ενώ άνοιγε τον χαρτοφύλακα του από τον οποίον έβγαλε ένα κιτρινισμένο χαρτί, «είμαι τρελός με δίπλωμα!» Και μου δίνει να το διαβάσω. Ήταν ένα χαρτί με κίτρινη μπορντούρα που είχε τίτλο ‘Ιατρικό Πιστοποιητικό’. Έγραφε πολλά αλλά αυτό που συγκράτησα ήταν δύο λέξεις, ‘ψυχική διαταραχή’.
«Τώρα σήκω», μου λεει. «Ξέρεις τι είναι αυτό που κρατώ», και τράβηξε κάτι που ήταν πίσω από την πόρτα. «Ένα σπαθί, ένα ξίφος», του λεω. «Ωραία, τώρα γονάτισε» Τι να ‘κανα με τον τρελό, γονάτισα. Ακουμπάει το σπαθί στον ώμο μου και λεει «από αυτή τη στιγμή, σε χρίζω υπασπιστή μου!». Όπα, σκέφτηκα, τι είναι πάλι τούτο. «Τελείωσες το σχολείο», μου λεει, «άρα ξέρεις να διαβάζεις και να γράφεις». «Ναι» του απαντώ, «αυτό είναι σωστό». «Ωραία, από τώρα και στο εξής, θα κάθεσαι στο γραφείο που είναι πίσω από το δικό μου και όταν σου λεω να διαβάζεις, θα διαβάζεις και όταν σου λεω να γράφεις, θα γράφεις». «Α! Και που ‘σαι», μου λεει «αύριο θα πάρεις τον οδηγό μου και θα πάρεις την ‘μικρή’ στη πόλη για ψώνια». Η ‘μικρή’ όπως σύντομα έμαθα, ήτανε η γκόμενα που είχε ήδη εγκαταστήσει σ’ ένα σπίτι κάπου εκεί κοντά.
«Και τώρα, πάρε μου στο τηλέφωνο τον διοικητή», μου λεει. «Μα δεν έχουμε τηλέφωνο» του απαντώ. Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε! «Να τσακιστούν όλοι να μου βάλουν τηλέφωνο. Αμέσως! Και πού ‘σαι, δύο τηλέφωνα, το ένα να είναι πράσινο». Την άλλη μέρα, όταν γύρισα από την πόλη, το γραφείο του είχε δύο τηλέφωνα, ένα μαύρο και ένα πράσινο. Τέτοια και πολλά άλλα, ακόμα πιο τρελά, είχαμε κάθε μέρα.
Έμεινα μαζί του, σ’ εκείνο το γραφείο για περίπου έξι μήνες. Σ’ αυτό το διάστημα, δεν θυμάμαι να μου είχε ποτέ δώσει οτιδήποτε να διαβάσω ή να γράψω εκτός από δελτία ‘Προ-Πο’. Ένα πρωινό στις αρχές Ιουλίου με φωνάζει και μου λεει « Εσύ», «τώρα λεω να σε στείλω να δουλεύεις εκεί με τον ‘τάδε’ γιατί θέλω να μείνω λιγάκι μόνος» και μ’ έστειλε να κάθομαι σε μία αποθήκη.
Τον είδα ξανά από κοντά σε περίπου δύο εβδομάδες, εκείνο το πρωινό που γινόταν η επιλογή όταν με δική του επιμονή και οδηγίες με τοποθέτησαν στην 3η ομάδα. Ήταν ο «αρχηγός» που λέγαμε. (Βλέπε την αμέσως προηγούμενη ανάρτηση πιο κάτω).
-Μαζεύτε τα ρε, πάμε πίσω στη βάση μας!
Τι να μαζεύαμε δηλαδή, τα ρούχα μας τα φοράγαμε, όπλο δεν είχαμε εκτός απ’ αυτά που ήταν μόνιμα στα σημεία φυλάξεως (σκοπιές τα λέγανε ή κάτι άλλο, δεν θυμάμαι) και τα έπαιρναν στα χέρια όσοι είχαν υπηρεσία. Να περιγράψω τα όπλα δεν χρειάζεται, μόνο να πω ότι ήταν Enfield no. 3 ή 4, όπως άκουσα να λένε, ιδέα δεν είχα, ούτε τότε ούτε και τώρα.
Φτάνοντας το βράδυ της Παρασκευής στην βάση μας είδα για πρώτη φορά μετά από 5 μέρες τους άλλους συναδέλφους. Είχαν φτάσει πριν από εμάς, εμείς επιστρέψαμε τελευταίοι. Περνώντας έξω από την τραπεζαρία τους είδα όλους εκεί να βλέπουν τηλεόραση. Κάτι έλεγε, σαν δελτίο ειδήσεων μου φάνηκε αν και η ώρα δεν ήταν η συνηθισμένη για την εκφώνηση του. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τηλεόραση, από μακριά εννοείται, μέσα στις 5 μέρες και μου φάνηκε κάπως διαφορετική, παράξενη. Αρκετοί είχαν ξεσπάσει σε επιφωνήματα-βρισιές, που δεν καταλάβαινα γιατί τα λέγανε και σε ποιόν απευθύνονταν.
Τα πρόσωπα όμως των συναδέλφων, των φίλων μου καλύτερα, και ιδιαίτερα τα μάτια τους, ήταν αλλιώτικα, όχι όπως τα ήξερα από την περασμένη βδομάδα. Φόβο! Μεγάλο φόβο και τρόμο, αυτό έβλεπα στα μάτια τους. Από μικρός είχα την ιδιότητα να καταλαβαίνω τι ένοιωθε ο άλλος κοιτώντας τα μάτια του και αυτή την ιδιότητα την έχω πάντα, είναι ίσως το καλύτερο μου όπλο στη διπλωματία που καθημερινά εξασκώ, όπως και ο καθένας μας, στη καθημερινή δουλειά και την ζωή γενικότερα.
Είχε προηγηθεί η επιλογή και αναχώρηση προς διαφορετικές κατευθύνσεις 5 μέρες νωρίτερα.
- Να είστε έτοιμοι σε 5 λεπτά, λεει ο αρχηγός της παρέας, φεύγοντας για το γραφείο όπου τον φώναξαν να απαντήσει σ’ ένα τηλεφώνημα:-
- «Εσύ» (αυτός είμαι εγώ), έλα δω, λεει ο υπαρχηγός, σ’ αυτή την ομάδα, την 1η.
- «Εσύ», όχι εκεί, έλα στη 2η ομάδα.
- «Εσύ», γιατί έφυγες απ’ εκεί; Γύρνα στη 1η ομάδα.
- «Εσύ», φύγε απ’ εδώ, τράβα στη 3η ομάδα.
- «Εσύ», τράβα πίσω στη 1η ομάδα και μην το κουνήσεις όποιος κι αν σου το ζητήσει.
Οπότε επανέρχεται ο αρχηγός και βάζει τις φωνές και τα πράγματα στη θέση τους:-
- «Εσύ», μόνο εμένα θα υπακούεις, να πας αμέσως στη 3η ομάδα και να κάτσεις εκεί. (Αυτός, κάτι ήξερε!).
Και έτσι συνεννοηθήκαμε και τράβηξαν οι πρώτες δύο ομάδες για εκεί και εμείς της 3ης ομάδας για αλλού. Αυτό που ξέρω καλά, είναι τι κάναμε εμείς: Καθόμαστε στη σκιά για 5 μέρες φυλάσσοντας «Θερμοπύλες» δηλαδή τα γυναικόπαιδα της υψηλής ομάδας πού παραθέριζαν στη θάλασσα. Χαμπάρι δεν πήραμε από το τι γινότανε αλλού.
Το τι έκαναν οι άλλες δύο ομάδες που λάμνησαν γι αλλού με τον αρχηγό και τον υπαρχηγό τα έμαθα, η τουλάχιστον έμαθα μερικά απ’ αυτά από τις εφημερίδες και βιβλία πολλά χρόνια αργότερα.
Κανείς από τους φίλους και συναδέλφους μου δεν μίλησε ποτέ για ότι έγινε. Ο φόβος που είδα στα μάτια τους εκείνο το βράδυ διακρίνεται ακόμα και σήμερα στα μάτια τους.
Την επομένη, πρωί – πρωί, ήχησαν οι σειρήνες για μία ακόμα φορά. Ήταν η 20η Ιουλίου.
‘Ε, εσείς...
Με τα ρούχα τα παλιά, τα παλιομοδίτικα,
με τις τραγιάσκες και τα καλυμμαύχια:
Δώστε μου πίσω την ζωή που μου κλέψατε.
Και μην ξεχνάτε: Να μου φέρεται πίσω τον φίλο μου.