Ο Αβέρκιος ήταν ένας
πρωτοποριακός πλανόδιος πωλητής παραδοσιακών εδεσμάτων στην Αμμόχωστο και το κέντρο
των δραστηριοτήτων του ευρίσκετο πέριξ του Α’ Γυμνασίου Αμμοχώστου. Το τετράτροχο
καρότσι του ήταν ανοικτό, χωρίς πλευρικά στηρίγματα, στρωμένο με λευκές
λαδόκολλες πάνω στις οποίες τοποθετούσε τις τσίγκινες κούππες με τις κούπες, τα
πουρέκια με αναρή ή με κιμά, και κατά καιρούς και άλλες παραδοσιακές λιχουδιές.
Ο μεγαλύτερος όγκος των πωλήσεων του
διεξαγόταν κατά την διάρκεια των διαλλειμάτων και πρωτίστως του μεγάλου πρωινού
διαλλείματος, γύρω στις 10 το πρωί αλλά και κατά το μεσημέρι όταν σχολνούσαν οι
μαθητές.
Το πρωτοποριακό
που εφήρμοσε ο Αβέρκιος εκείνα τα χρόνια ήταν η πώληση με πίστωση, βερεσιέ, σε αντίθεση
με τους άλλους εμπόρους της εποχής που αναρτούσαν στα υποστατικά τους την
γνωστή φωτογραφία του ‘ο πωλών επί πιστώσει και ο πωλών τοις μετρητής’ και δεν
ήθελαν να ακούσουν για βερεσιέ. Έτσι, οι περισσότερες πωλήσεις του γινόντουσαν
επί πιστώσει, τόσον γιατί οι πιο πολλοί δεν είχαν λεφτά να πληρώσουν όσον και
για την ευχέρειαν των συναλλαγών μια που το διάλειμμα δεν διαρκούσε πολύ, η
πολυπληθής πελατεία θα έπρεπε να εξυπηρετηθεί τάχιστα και αυτό δεν προνοούσε
την είσπραξη λεφτών και απόδοση των ρέστων. Τα χρωστούμενα καταχωρούντο από τον
Αβέρκιο πάνω στις λευκές λαδόκολλες που κάλυπταν το καρότσι, με στυλό ή μολύβι.
Πολλές φορές και από τον ίδιο τον αγοραστή που ήξερε σε ποιο σημείο στο καρότσι
βρισκόταν η δική του μερίδα την οποίαν συμπλήρωνε κάθε φορά που αγόραζε κάτι.
Για την είσπραξη
των χρωστούμενων η μέθοδος ήτο και πάλι απλή: αν του έδινες λεφτά, όσα του έδινες
ήσαν αρκετά και σε διέγραφε από την λαδόκολλα. Πολύ λίγοι όμως ξοφλούσαν όλα τα
χρωστούμενα, συνήθως του έδιναν ένα ποσό έναντι του χρέους και αν έβρισκε πού
ήταν γραμμένη η μερίδα σου, τα αφαιρούσε από τον λογαριασμό διαφορετικά
εθεωρείτο ότι τον ξόφλησες. Αν περνούσες από δίπλα και σε έβλεπε, σού φώναζε να
περάσεις για να πληρώσεις, αν ήθελες, γιατί ο Αβέρκιος ποτέ δεν πίεζε για
τέτοια θέματα την αξιόπιστη πελατεία του. Οι περισσότεροι όμως, ξεχνούσαν να
περάσουν από μπροστά του όταν δεν ήτο ώρα αιχμής οπότε θα είχε ο Αβέρκιος τον
χρόνο να εισπράξει. Έτσι, τα περισσότερα χρωστούμενα παρέμεναν πάνω στις λαδόκολλες.
Κατά καιρούς, σε
ανύποπτο χρόνο, κυρίως τα απογεύματα, κάποιοι που περνούσαν τρέχοντας δίπλα από
το καρότσι, άρπαζαν τις λευκές λαδόκολλες που πλέον είχαν οτιδήποτε άλλο χρώμα
από το λευκό, και τις έσκιζαν τρέχοντας, αναποδογυρίζοντας συγχρόνως και τις κούππες
που ήσαν πια άδεις.
Με αυτό τον τρόπο
επερχόταν ένα ‘κούρεμα’ των χρεών προς των Αβέρκιο της τάξεως του σχεδόν εκατόν
τοις εκατόν. Τότε ο Αβέρκιος έπαιρνε το καρότσι και έφευγε για το σπίτι
περνώντας γενεές δεκατέσσερις τους δράστες, όχι τόσο για τα χρωστούμενα που θα
έχανε αλλά για την αναστάτωση και τους μπελάδες που το έβαζαν. Την άλλη μέρα ο
Αβέρκιος ήταν και πάλι στημένος στο πόστο του, πιστός στο καθήκον της ‘σωστής
και υγιεινής’ διατροφής των μαθητών, με καινούργιες, λευκές λαδόκολλες. Μέχρι
το επόμενο κούρεμα.