

http://uk.youtube.com/watch?v=xcfBJ7DimB8
Με αφορμή τα πολύ κατατοπιστικά ποστάκια του φίλου Aceras Antropophorum περί της ζωής του περιθωρίου όπου απεικονίζονται διάφορα φυτά, αγκαθωτά και μη, θα ήθελα κι’ εγώ να αναφερθώ σ ’ένα άλλο είδος, τα ζιζάνια.
Έχουμε από μικροί μάθει για τα ζιζάνια που βλαστούν παντού, συνήθως εκεί που δεν τα σπέρνεις και εκεί που δεν τα θέλεις. Από οικολογικής πλευράς, ακούσαμε και συμφωνούμε ότι τα πλείστα ζιζάνια συμβάλουν εποικοδομητικά στην διατήρηση της ισορροπίας στη φύση.
Τώρα θα σας αναφέρω τρία τέτοια είδη που κατά την προσωπική μου γνώμη ήταν, είναι και πολύ φοβούμαι, θα παραμείνουν, πάντα χωσμένα στα χαντάκια και γύρω από βόρβορα, χωρίς να έχουν ούτε την δύναμη, ούτε και την υπόσταση να ενοχλήσουν κανένα εκτός απ’ αυτούς που συνηθίζουν να κινούνται σε τέτοιους χώρους. Είναι όμως χρήσιμο να τα γνωρίζουμε γιατί οι περιστάσεις μπορούν να σπρώξουν οποιονδήποτε κοντά τους και να υποστεί κανένα τσίμπημα που παρόλο που δεν είναι επικίνδυνο για όσους τα μυαλά είναι ανοικτά παρά μόνο ενοχλητικά, μπορεί να κεντρίσουν επικίνδυνα άτομα με αδυναμίες στην ανοικτόμυαλη αντίληψη των πραγμάτων.
Αυτά είναι (με τυχαία σειρά):-
- Αρχιπάπικους Απορρίπτικους
Θα τα αναγνωρίσετε αμέσως από την σκοτεινή και μαύρη τους κατάντια, την έλλειψη μνήμης καθώς και από τα άσχετα άλλα φυτά που τα περιτριγυρίζουν. Ανήκουν στην υποκατηγορία των παρασίτων και στηρίζουν την ύπαρξη τους στην αφαίμαξη καλοκάγαθων πλασμάτων που βρίσκονται σε βαθιά άγνοια.
- Τασσικόπουλους Ασχέτους-Ασχέτους
Νομίζουν πως έχουν λαλιά γι’ αυτό και προσπαθούν να μιλήσουν. Ανοίγουν κάτι σαν στόμα και βγάζουν ήχους μονότονους, επαναληπτικούς και ακατάληπτους. Αντί να στάζουν «μελούιν», στάζουν κάτι σαν χολή. Έχουν σαν κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα την υπεροψία, αλαζονεία, μεγαλομανία και προ παντός την αμετροέπεια. Οι ίδιοι είναι άβουλοι γι’ αυτό και σύρονται και φέρονται καθημερινά από παπάδες και τατάδες.
- Μικροφώνικους Μονότονους - Γράφικους
Βρίσκονται κυρίως σε καναλοχαντάκια της πρωτεύουσας αλλά και της συμπρωτεύουσας, κυριαρχούνται από ένα πάθος που μόνο οι ίδιοι αντιλαμβάνονται, μαυρίζουν- ασπρίζουν από το κακό τους και ξεφωνίζουν ότι τους δώσουν γραμμένο μεγαλύτερα ζιζάνια της κατηγορίας πατριώτικους-εθνικίστικους. Όταν δεν έχουν οδηγίες για το τι θα πουν, μιλούν για σουβλάκια, γλυκό καρυδάκι, και τα τοιαύτα.
Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά
Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σένανε ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε
απ' την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν' ανάψουμε
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.
Οδυσσέας Ελύτης
Το συνταγματικό δικαστήριο της Τουρκίας με την απόφαση που πήρε να μην προχωρήσει με το κλείσιμο του κυβερνώντος κόμματος εξυπηρετεί και την προσπάθεια εξεύρεσης λύσης του κυπριακού προβλήματος.
Πιστεύω ότι η πλειοψηφία τόσον των ελληνοκυπρίων όσον και των τουρκοκυπρίων επιθυμεί να ζήση ξανά μαζί, σ΄ ένα ομόσπονδο κράτος, με ειρήνη και ασφάλεια όπου είναι αναπόφευκτο να ευημερήσουν.
Απομένουν κάποια προβλήματα που θεωρώ πολύ σημαντικά. Αυτά εστιάζονται στην δράση εθνικιστικών και άλλων εξτρεμιστικών στοιχείων και στις δυο πλευρές. Δεν εισηγούμαι καθόλου πως αυτά τα άτομα και ομάδες δεν πρέπει να εκφράζουν τις απόψεις των και να εκθέτουν τα διάφορα επιχειρήματα τους. Έχω όμως την γνώμη πως αν και μειοψηφία ακούγονται περισσότερο από την πλειοψηφία γιατί ενεργούν οργανωμένα, προσχεδιασμένα και με καθημερινές φωνές προσπαθούν να πείσουν κι’ άλλους, περισσότερο όσους για οποιονδήποτε λόγο δείχνουν μια αδιαφορία για το τι μέλλει γενέσθαι στην Κύπρο, πως καλύτερη λύση είναι είτε η μονιμοποίηση της ντε φάκτο κατάστασης είτε και η ντε γιούρε διχοτόμηση. Είναι γι΄ αυτό τον λόγο που επιβάλλεται να δυναμώσουν οι φωνές που επιζητούν την λύση και την ειρηνική συμβίωση. Κυρίως οι κυβερνώντες άλλα και όσοι υποστηρίζουν τις προσπάθειες λύσεις, θα πρέπει να δυναμώσουν τις φωνές τους και να ενημερώνουν συνεχώς το κόσμο και στις δυο πλευρές για τις βασικές πτυχές της αναμενόμενης λύσης. Θα πρέπει πρωτίστως να ενημερωθεί ο κόσμος για το τι εστί ομοσπονδία, πως λειτουργεί σε γενική μορφή και πως αναμένεται να λειτουργήσει και στη περίπτωση της Κύπρου. Επίσης, να γίνεται συνεχής ενημέρωση για την πορεία των συνομιλιών και για τις τυχόν δυσκολίες που κατά την πορεία είναι δυνατό να υπάρξουν.
Ήταν πιστεύω το μεγαλύτερο, αν και κατά την γνώμη μου ηθελημένο, λάθος η παντελής έλλειψη ενημέρωσης από όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις προς τον λαό για το τι συμφωνήθηκε από τους ηγέτες των δυο κοινοτήτων, ότι δηλαδή η λύση θα είναι η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία και να εξηγήσουν πως λειτουργεί αυτή η λύση, με λεπτομέρειες ώστε να γίνει κατανοητή από όλους.
Επιβάλλεται, λοιπόν, τώρα, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, τα συμφωνούντα κόμματα, οργανώσεις, κινήματα καθώς και προσωπικότητες αλλά και ο κάθε ένας που πιστεύει στην ορθότητα τούτης της θέσης, να βοηθήσουν την τελευταία ίσως προσπάθεια λύσης και συγχρόνως να βομβαρδίσουν τον λαό με ενημέρωση ώστε να μπορεί μόνος του να αντιληφθεί την αναγκαιότητα της ειρηνικής συμβίωση μέσα στα πλαίσια μιας συμφωνημένης λύσης.
Προτρέπω όσους συμφωνούν να αρχίσουν συστηματική ενημέρωση του κόσμου. Δεν είναι αργά. Υπάρχει χρόνος, υπάρχει ελπίδα.
Έγινε επίσης γνωστό ότι ο κυπριακός λαός δια του υπουργείου γεωργίας και της αρχής ανάπτυξης υδάτων, ευγνωμονώντας τον πιο πάνω πλοιοκτήτη για την εθνική του ευεργεσία, θα αρχίσει αμέσως ενέργειες για εμπλουτισμό του Ευρωφορέα του κ. Μιχ. Ιωαννίδη με άμεση και βίαιη εκταμίευση χρημάτων από ειδικά κρατικά ταμεία και προ παντός με την καταβολή μπόνους αρκετών χιλιάδων ευρώ για την άνευ προηγουμένου σώφρονα πράξη του και για την οποίαν ο κυπριακός λαός θα τον ευγνωμονεί εσαεί. Εικάζεται ότι μια υπερμεγέθης προτομή του κ. Μιχ. Ιωαννίδη θα στηθεί σε περίοπτο θέση παρά την πηγή νερού στο Μουτουλλά ή στο Πεδουλά.
Πληροφορίες που φέρουν το υπουργείο γεωργίας σε συνεργασία με τον κ. Μιχ. Ιωαννίδη να προβαίνουν σε ενοικίαση στόλου ελικοπτέρων για ρίψη ελλαδικού νερού από τα τάνκερς στη περιοχή της Στράκκας για εμπλουτισμό του Λαθροφορέα της περιοχής ελέγχονται ως ανακριβείς.
Εν τω μεταξύ, έχουν ήδη αρχίσει οι ανακοινωθείσες εργασίες από τον πλοιοκτήτη κ. Μιχ. Ιωαννίδη για εμπλουτισμό και του Τριφυλλοφορέα Λευκωσίας με ευρωσταγόνες. Αναμένεται να συμπληρωθούν περί τον ερχόμενο Μάιο οπότε όσοι ζήσουν θα φαν τριφύλλι.
Μαλαματένια λόγια δεν ακούς. Οι χιλιοειπωμένες λέξεις έχουν πια χάσει την σημασία τους. Όχι γιατί πέρασε πολύς καιρός, αλλά γιατί αυτοί που τις έλεγαν τόσα χρόνια τους έδιναν μια δική τους, άκρως υποκειμενική σημασία. Στην αρχή, ο κόσμος τις άκουε και ενθουσιαζόταν ή οργιζόταν, ανάλογα με το τι ήθελε να πετύχει λέγοντας τες αυτός που τις έλεγε και τι καταλάμβαινε αυτός που τις άκουγε. Ήταν οι εποχές της ακατάπαυστης ρητορείας, των μεγάλων «ηγετών» (σε εισαγωγικά, χωρίς μη), των μπαλκονιών και της μεγάλης αφέλειας.
Μετά από κάποια χρόνια άρχισε η ροή πληροφοριών και η δημοσίευση άγνωστων για τους πολλούς γεγονότων. Τότε, όσοι είχαν αυτιά να ακούσουν, μάτια για να διαβάσουν και προ παντός ανοικτό και ανήσυχο μυαλό, κατάλαβαν. Ή μάλλον, αντιλήφθησαν για πρώτη φορά την κοροϊδία και την ψευδαίσθηση μέσα στην οποία για τόσα χρόνια ζούσαν. Μερικοί λένε και την άνευ σημασίας φράση «μα εγώ το έλεγα πάντα»! Προς τι; Γιατί δεν το είπαν τότε; Φοβόντουσαν; Δεν ήταν σίγουροι ότι όσα πίστευαν ήταν πράγματι σωστά;
Είμαι ακόμα γεμάτος απορίες. Απορίες που είχα από τότε που πρωτοξεφύλλισα την πρώτη εφημερίδα και άρχισα να παρακολουθώ τα πολιτικά, αθλητικά και άλλα δρώμενα ανελλιπώς. Ευτυχώς, αυτό το κουσούρι δεν το έχω πια. Μπούχτισα! Για πολλές από τις απορίες μου έχω βρει εξηγήσεις που με ικανοποιούν αλλά που δεν με αφήνουν ακόμα να καταλάβω γιατί τα πράγματα έγιναν όπως έγιναν η γιατί άνθρωποι ενήργησαν όπως ενήργησαν Ευτυχώς, μπορώ να καταλάβω γιατί εγώ ενήργησα όπως ενήργησα σε στιγμές σημαντικές για μένα.
Με τον Σ. και άλλους φίλους βγήκαμε το βράδυ του Σαββάτου. Άμα ήσουν στα δεκαεννιά, καλοκαίρι στην Αμμόχωστο, τότε, περνούσες καλά. Κυριακή πρωί, με πρόσκαιρη παρέα, στη θάλασσα. Το μεσημέρι φαγητό οι τέσσερις μας στο εστιατόριο του αρχαιολογικού χώρου της Σαλαμίνας και μετά για καφέ στη Κώμα του Γιαλού. Το βράδυ, μέχρι αργά, στα συνηθισμένα στέκια. Λέγαμε πως βαρεθήκαμε το στρατό και τα τετριμμένα, ανυπομονούσαμε να τελειώσει αυτή η ανόητη υποχρέωση και να φύγουμε για σπουδές στο εξωτερικό, αυτός στην Αγγλία κι’ εγώ στην Ιταλία. Περάσαμε μια ωραία βραδιά, κοιμηθήκαμε αργά και ξυπνήσαμε πολύ νωρίς, Δευτέρα 15 Ιουλίου για τα πόστα μας.
Συναντηθήκαμε ξανά την επομένη Τετάρτη. Είχε μάθει πού βρισκόμουνα και μια που είχε περισσότερη άνεση κινήσεων, πέρασε να με δει. Μιλήσαμε για λίγο άλλα δεν προγραμματίσαμε τίποτα. Αυτά πού ακούω, μου λεει, δεν είναι καλά. Και όλα τριγύρω είναι χάλια, δεν ξέρει κανείς τι κάνει. Να ελπίζουμε να μην μας έλθει κανένα κακό.
Δεν καταφέραμε να βρεθούμε ξανά, στις 22 του ίδιου μήνα σκοτώθηκε, το έμαθα την μεθεπόμενη.
Γιατί σκοτώθηκε;
Και μην τολμήσει κανείς να μου πει για αριστερούς και δεξιούς γιατί δεν θα πάρω.
Επαναλάβετε μετά από μένα:
- Νε-ρά-κι,
πέστε το ξανά,
- Νε-ρά-κι,
Μπράβο-μπράβο, καταφέρατε να πείτε το νερό νεράκι! Και εις ανώτερα.
Με τον καιρό θα μπορέσετε ίσως να καταλάβετε και την σημασία που έχει για την διατήρηση της ζωής σ’ αυτόν τον πλανήτη.
Ας αρχίσουμε με το τι συνέβη κάποτε σ’ ένα νησί που το λένε Κύπρος. Μπορείτε να το δείτε στο χάρτη, είναι ένα ομόσπονδο κράτος στην Ανατολική Μεσόγειο, μέλος της Ευρωπαικής Ένωσης με πληθυσμό διακόσες πενήντα χιλιάδες. Κάποτε στο νησί υπήρχαν γύρω στο ένα εκατομμύριο κάτοικοι αλλά οι περισσότεροι μετανάστευσαν σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, κυρίως τις παραδουνάβιες όπου υπάρχει ακόμα νερό.
Οι κάτοικοι της Κύπρου, κατάφερναν πάντοτε να επιβιώνουν χωρίς λεφτά και χωρίς νερό. Όλα τα χρήματα που χρειάζονταν ή νόμιζαν πως χρειάζονταν, τα έπαιρναν δανεικά από τις τράπεζες και όλο το νερό που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν για οποιοδήποτε λόγο, είτε για τις πισίνες τους είτε για τα γήπεδα γκόλφ, το πλύσιμο των πεζοδρομίων, των αυτοκινήτων και των γαιδάρων τους, το έπαιρναν από όποια τρύπα έβγαζε νερό.
Είχαν όμως μιαν σημαντική βροχόπτωση κάθε χειμώνα χάρις στις εβδομαδιαίες δεήσεις που έκαμνε ο μέγας αρχιερέας. Ως που μια μέρα, ο μέγας αρχιερέας, επειδή φορολόγησε η κυβέρνηση τα έσοδα από τις επιχειρήσεις του σε ξενοδοχεία, μεταλλεία, τράπεζες, κτήματα, κ.α., τα μάζεψε όλα κι’ έφυγε για το Μονακό όπου κανείς δεν του ενοχλούσε την περιουσία. Η μόνη προυπόθεση που του έθεσε το πριγκηπάτο ήταν να παρευρίσκεται κάθε χρόνο στο γκραν-πρι του Μονακό και να παίζει τουλάχιστο μια φορά την βδομάδα στο τοπικό καζίνο φορώντας την μεγάλη του στολή και υπογράφοντας τις τραπεζικές επιταγές, όταν έχανε, με κόκκινο μελάνι.
Το χριστεπώνυμο τότε πλήρωμα της εκκλησίας, πρωτοστατούντων των καλογριών και καλογήρων που ήδη διοικούσαν τα πλείστα χρηματοοικονομικά ιδρύματα του νησιού, αφού ναύλωσε αεροσκάφη από την Emirates, δημιούργησε αερογέφυρα που μετέφερε περί τις επτακόσιες χιλιάδες κατοίκους στο Μονακό, το Λιχτενστάιν, τον Άγιο Μαρίνο και τις Ανδόρες. Α! Ξέχασα να σας πω, ότι μόλις δημιουργήθηκε το ομόσπονδο κυπριακό κράτος, όσοι φοβόντουσαν ότι οι συγκάτοικοι τους της άλλης εθνότητας και θρησκείας, θα τους έπαιρναν μέρος της περιουσίας τους σε φόρους, αφού θα μετείχαν κι’ αυτοί της διακυβέρνησης του νέου κράτους, άρα και του γραφείου είσπραξης φόρων, αποφάσισαν σιγά-σιγά και ταπεινά, να χρισθούν κληρικοί ή να γίνουν καλογριές και καλόγηροι, με αυξημένα, εννοείται δικαιώματα που απορρέουν από τον νέο και βελτιωμένο μοναστικό κώδικα συμπεριφοράς. Γέμισε τότε η Κύπρος με Άγιες Τράπεζες, Άγια Χρηματιστήρια, Άγια Καμπαρέ, Καφέ, Εστιατόρια, Αγιο-εγκεκριμένους λογιστές και δικηγόρους και Πανάγιους βουλευτές. Απ’ εκεί, μετά την ομαδική μετανάστευση, ξαπλώθηκαν σ΄ όλη την Ευρώπη, γι’ αυτό και σήμερα οι κάτοικοι της Ευρώπης μόλις δουν Κύπριο του αρχίζουν τις χριστοπαναγίες.
Στο νησί έμειναν μόνο όσοι την είχαν πολύ βαθιά την διάτρησή τους και μπορούσαν να αντλούν νερό, όπως κατάφερναν κάποτε να αντλούν ψήφους από τους βαθιά γηρασμένους και από τους βαθιά πλούσιους. Αυτό αποτελούσε εκπλήρωση των μακροχρόνιων σκοπών και στόχων του βαθέος κυπριακού κράτους που επί χρόνια ποδηγετήτο από την συγκεκριμένη όμάδα, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιζαν ο εκ τράκκας λαθροβιών Άσσος Δόπουλος μετά της οικογενείας του, τους κουμπάρους, συγγενείς και άλλους σφογκοκωλάριους και οι οποίοι είχαν σαν κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα την υπεροψία, αλαζονεία, μεγαλομανία και προ παντός την αμετροέπεια.
Ανταν τζι’αρκέψαν οι κρυφοί ανέμοι τζαι φυσούσαν, εφόρτωσεν μιαν κοφίνα κολοκάσι τζι’ επήεν εις την Σύγκρασην. Φτάνοντας στο χωρκόν, επέζεψεν έσσω του φίλου του το Χασάνη. Η γεναίκα του άμαν τον είδεν νάρκεται τζαι να κουβαλά τζαι το κολοκάσιν, έβαλεν τον τζι΄έκατστεν στον ηλιακόν, έκαμεν του καβέν τζι’ εβούρησεν να φωνάξη τ’ άντρα της. Τζιείνος έμεινεν μόνος του τζι΄επερίμενεν. Αμμά έν τζ΄άντεχεν τζαι πολλά δίχα να κάμνει τα κεβεσεκλίκια του. Όπως τον δκιάολον που άμαν έν είσιεν δουλειές έκαμνεν άλλα πράματα...
Ώς που νάρτουν έσσω ο Χασάνης με την γεναίκα του, έβκαλεν το κολοκάσι που την κοφίνα, έχωσεν το μες το δισάτσιιν του γαδάρου, τζαι γιόμωσεν την κοφίνα πέτρες. Εσσιέπασεν την με μιάν σακκούλα τζιάφηκεν πόξω έναν μάππον κολοκάσιν που τον έβαλεν μές την κοφίνα, πουπάνω που την σακκούλλαν.
Ο Χασάνης, πρώτα-πρώτα εφίλησεν του το σιέριν τζι΄είπεν του καλοσώρισες μάστρε-Φιλιππό, ήντα καλός αέρας σε φέρνει στο χωρκό μας; Έν τζαι περίμενεν να του απαντήση, έφερεν όλόισια την κολοκούαν με το ζούκκι τζι΄εγέμωσεν δκυό καντίλλες ξύσιηλες. Ύστερις, ένεψεν της Αισιές να ρκέψη να φέρνει μεζεκλίκια να τσιμπήσουν.
Άμαν εφάαν τζι’ είπιαν καλά-καλά, λαλεί του ο μάστρε-Φιλιππό, ρέ Χασάνη, τζείν το κολοκάσιν που μου πεψες προχτές στο Τρίκωμο επαττάλεψεν. Αλόπως έν έβαλες με τον παπάν με τον χότζια να του δκαιβάσουν, τζι΄ως που να το φέρει ο μισταρκός σου έσσω μου εγένικεν ούλλον πέτρα! Ίσια-ίσια που εκατάφερα τζαι γλύτωσα έναν μάππον, εφώναξα άξιππα τον παπα-Ιωάννην τζι΄εβλόησεν τον τζι’ έφερα τον να σου τον δείξω. Το άλλον ούλλον εγένηκεν πέτρα τζι΄εν εψήννετουν. Έβαλα το μές την κοφίνα τζι’ εφερα το να του κάμεις τίποτε γιατί έτσι πούναι, έν φελά.
Αμάν καίσιην, μάστρε-Φιλιππό, ήνταν πον τούτον το κακό που πάθαμεν; Γλύωρα ρά Αισιέ, α που να σ΄εχω στον θεόν μ' αγκαλεμένην που με ξυνέρισες με τες πελλάρες σου, φωναξε σου του χότζια να φωνάξω τζαι γιώ του παπά πέρκει κάμουν τίποτε γιατί ήντα μούτρα έν νάχουμεν να δούμεν κατάμματα τον μάστρε-Φιλιππό ξανά; Τζι’ ούλον μας το μάλιν αν γρειαστεί εν να το δώκουμεν του παπά τζαι του χότζια για να βλοήσουν τες πέτρες να ξαναγενούν κολοκάσιν. Που να πάμεν να σταθούμεν, ήντα μούτρα εν νάχουμεν, γλύωρα αντάκωνε τζι έν έχουμεν ώραν.
- Μέν φοάσαι μάστρε-Φιλιππό, έν να το κάμουμεν κολοκάσιν πάλε, τζι’ εν να σου το φέρω γιώ με το κτηνό μου ύστερις στο Τρίκωμο. Λάμνε να χαρείς έσσω σου, γιατί έτσι ρεζιλίκκι πού παθα, τζαι να σ’ έχω δαμαί να σε θωρώ τζιά ν’ αντρέπουμε περίτου έν το σώννω. Λάμνε, να χαρείς, τζι΄αλληξανά έτσι χαττάν εν τον παθαίννω, πρώτα εν να μου το βλοά ο παπάς τζι ο χότζια, τζι΄ύστερις εν να σου φέρνω το κολοκάσι.
Το κολοκάσιν εν να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει, γιατί σσιέπει το που τ’ άψη ο Θεός μας!
Για μένα η μέρα άρχισε κάπως μουδιασμένα. Ήταν ζέστη και δεν φυσούσε, η έλλειψη όμως υγρασίας στη Λευκωσία έκανε την μέρα σχετικά υποφερτή. Βαριόμουν να κάνω το ταξίδι μέχρι την Αμμόχωστο. Το αυτοκίνητο δεν θα έτρεχε πολύ και ο πατέρας όντας πάντοτε ιδιαίτερα προσεκτικός, θα πήγαινε ακόμα πιο αργά από άλλες φορές για να προστατεύσει τον γιο του. Μόνο άμα πηγαίναμε για ψάρεμα τα Σαββατοκύριακα βιαζόταν να φθάσει στο προορισμό μας το συντομότερο. Έτσι ανέβαλα το ταξίδι για μια μέρα. Φύγαμε από την κλινική την Τρίτη το πρωί και λίγο πριν από το μεσημέρι πρωτοαντίκρισα την θάλασσα της Αμμοχώστου. Κατεβήκαμε στη γλώσσα και είδαμε την καινούργια βάρκα του πατέρα. Είχε κουπιά, πανιά και μια μικρή μηχανή και το Σαββάτο πρωί-πρωί θα πηγαίναμε για ψάρεμα στην Περνέρα. Ήπιαμε ένα ποτό με τον Χάλο, φάγαμε κι’ ένα μεζεδάκι και πήγαμε στο σπίτι. Δεν είχαμε χρόνο για ψάρεμα, ήταν και μεσημέρι, ο ήλιος δυνατός, είπαμε να τ’ αφήσουμε για αργότερα. Στο σπίτι, τα συνηθισμένα. Καθίσαμε για λίγο στη βεράντα, περπατήσαμε στο κήπο κάτω από την κληματαριά και μετά ξαπλώσαμε. Πάντα ξαπλώναμε το μεσημέρι τα καλοκαίρια. Ένας υπνάκος ήταν αναγκαίος για να έχουμε δυνάμεις για το βράδυ όπου θα πηγαίναμε στο Αλάσια με φίλους για μεζεδάκια. Πόσο μου άρεσε η ταχίνη που έφτιαχναν, καλά κτυπημένη, με αρκετό λεμόνι και με λίγα φιλαράκια φρέσκο μαϊντανό. Απόλαυση!
Την άλλη μέρα το πρωί στο καφενείο ο πατέρας κέρασε τους καφέδες σ’ όλους τους φίλους και πήρε τα συγχαρητήρια για τον ερχομό μου. Μετά άνοιξε το μαγαζί αλλά δεν είχε και πολύ όρεξη για δουλειά. Πάντα προτιμούσε να ήταν στο ψάρεμα αντί για δουλειά αλλά το καλοκαίρι δεν κρατιόταν με τίποτα. Του μιλούσαν για παραγγελίες, για αποθήκες και φορτώσεις, μεταφορές εμπορευμάτων, για λογιστικά και άλλα της δουλειάς κι’ αυτός έδενε αγκίστρια στη πετονιά για κέφαλους, ή έβαζε βαρίδια για το παραγάδι. Αυτά ήταν τα σοβαρά πράγματα, όχι τα άλλα.
Το μεσημέρι φάγαμε μόνο καρπούζι. Ήταν ζέστη και προτιμήσαμε κάτι ελαφρύ προς μεγάλη απογοήτευση της μητέρας που είχε ετοιμάσει φρέσκα φασολάκια γιαχνί χωρίς κρέας γιατί ποτέ δεν μου άρεσε. Το δέχτηκε μόνο όταν την διαβεβαίωσα πως θα τα έτρωγα το βράδυ επειδή μου άρεσαν περισσότερο όταν ήταν κρύα. Της ζήτησα μάλιστα να φτιάξει και ταλατούρι που μου άρεσε πολύ και να βάλει αρκετό φρέσκο σκόρδο και δυόσμο. Μετά το μεσημεριανό καρπούζι πήγαμε για κολύμπι στη χρυσή ακτή όπως κάναμε τα πιο πολλά μεσημέρια. Δεν έφυγα με τον πατέρα, έμεινα στη θάλασσα και περπάτησα μέχρι το Ακταίον. Εκεί βρήκα τον Αντώνη και αφού περάσαμε από το Φάληρο πήγαμε στο υπόστεγο του Ναυτικού Ομίλου όπου ήταν και οι άλλοι φίλοι. Κολυμπήσαμε μέχρι τους βράχους, περπατήσαμε σ’ αυτούς με προσοχή μέχρι την άκρη και απ’ εκεί κολυμπήσαμε μέχρι την Καμήλα. Ο Φοίβος πέρασε με το ταχύπλοο μια-δυο φορές από μπροστά μας με κάτι τουρίστες αλλά ήταν πάντα προσεκτικός και δεν φοβόμαστε. Κοντά στη Καμήλα βουτήξαμε για τον συνηθισμένο διαγωνισμό όπου έπρεπε να βγάλουμε άμμο από τον βυθό για απόδειξη της βουτιάς στο πλήρες βάθος. Όταν γυρίσαμε στη γλώσσα δεν είχαμε όρεξη για άλλο παιγνίδι, τα μαζέψαμε και πήγαμε με τα πόδια στα σπίτια μας. Το βράδυ κάτι άλλο θα κάναμε. Και το άλλο πρωί, τα ίδια.
D–Day
Στις 6 Ιουνίου 1944, την προκαθορισμένη μέρα με την θρυλική επωνυμία D-Day, συμμαχικές δυνάμεις Άγγλων, Αμερικανών και Καναδών αποβιβάζονται ταυτόχρονα σε πέντε παραλίες της Νορμανδίας, ξεκινώντας την συμμαχική εισβολή στη Δυτική Ευρώπη. Τη ίδια ώρα, ο Σοβιετικός στρατός κρατά μεγάλο μέρος του Γερμανικού στρατού καθηλωμένο σε πολεμικά μέτωπα στην Ευρώπη. Αρχίζει έτσι η σταδιακή απελευθέρωση της Δυτικής Ευρώπης. Μέχρι το τέλος Αυγούστου, το Παρίσι είναι πια ελεύθερο.
Η συμμαχία ενάντια στο φασισμό του Χίτλερ, με πολύ ψηλό τίμημα που ακόμα πληρώνει η ανθρωπότητα, επιτυγχάνει τον σκοπό της. Ένα είναι το σύνθημα που επικρατεί:
ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΠΟΛΕΜΟΣ
Ας συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για την ΕΙΡΗΝΗ.
Ανοίξτε τ’ αφτιά σας όλοι και ακούστε με προσοχή. Ελάλησεν ο ευρο-κόκορας κ. Συλλούρης μετά την συνάντησή του με τον πρόεδρο και είπε:
«Η βασική μας διαφορά με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι ότι αυτά που είναι στο χαρτί της δήλωσης δεν τα ερμηνεύουμε μόνο εμείς, τα ερμηνεύουν και οι ξένοι, αντικειμενικοί και μη αντικειμενικοί, εχθρικοί ή ακόμα και η ίδια η Τουρκία...Άρα οι ανησυχίες μας συνεχίζουν να υπάρχουν...»
Ολέ! Κτυπάτε καμπάνες, ρίξτε τα τείχη να περάσει στην πόλη η μεγαλύτερη διάνοια των τελευταίων αιώνων. Ο οποίος, αγαπητοί μου, ανακάλυψε όλα τα τεκταινόμενα, και ξεσκέπασε όλους τους αγράμματους που ούτε μια ανακοίνωση δεν μπορούν να διαβάσουν. Και ναι, μας το είπε ξεκάθαρα και σταράτα με στεντόρεια φωνή, (τώρα να πω γαιδάρου ή κόκορα, δεν είμαι σίγουρος) πως ότι γράφει το χαρτί ΔΕΝ θα το ερμηνεύσουμε μόνο εμείς αλλά και άλλοι και μάλιστα, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα κατά τις έγκυρες πληροφορίες του κ. Συλλούρη, αυτά να τα ερμηνεύσει και ο εχθρός! Αλλά εσείς όλοι, αγράμματα κωθώνια, ούτε που το πήρατε χαμπάρι, μόνο περιμένατε να λαλήσει ο μεγάλος ευρο-κόκορας για να σας ανοίξει τα μάτια. Είμαι πια σίγουρος πως μια απ’ αυτές τις μέρες, ο μέγας διανοούμενος κ. Συλλούρης θα ανακαλύψει και την Τασσινόπηττα. (προσέξτε τα δύο σίγμα, δεν είναι τυχαία).
Αυτά συνέβαιναν την τότε μακρινή εποχή. Τι να συμβαίνει άραγε στην σημερινή κόκορα-λαντ; Να σας εξηγήσω αμέσως. Κατ’ αρχήν, όπως κάθε πρωί, λαλούν τα κοκόρια. Κάπου-κάπου, λαλεί και κανένας Γιάννης, ή ο Συλλούρης.
Κατά το μεσημέρι, ο αρχι-παπάς, ελάλησε και με στόμφο εκατό κοκόρων είπε: Πώς είναι δυνατόν να επιτρέπουμε στο πρόεδρο της δημοκρατίας να παρακάθεται σε συνομιλίες και να συζητά συνταγματικά θέματα με τον Ταλάτ αφού δεν είναι δικηγόρος εγνωσμένου κύρους; Και συνεχίζει, πώς είναι δυνατόν να επιτρέπουμε στο πρόεδρο της δημοκρατίας να παρακάθεται σε συνομιλίες και να συζητά στρατιωτικά θέματα με τον Ταλάτ αφού δεν είναι μέγας στρατιωτικός και σε πολέμους δεν έχει ανδραγαθήσει; Αυτά είναι σοβαρά πράγματα, δεν μπορούμε να αφήνουμε τον κάθε μας πρόεδρο να καταβαραθρώνει (η λέξη δική του) το μεγάλο μας πρόβλημα με την ασχετοσύνη του. Πρέπει να λαλούμε καθημερινά για να μας ακούει και να συμμορφώνεται.
Ας αρχίσουμε λοιπόν, κατά τον μέγα αρχι-παπακόκορα, να ενημερώνουμε κάθε κότα, κάθε κοτούλα, κάθε κοκόρι αλλά και κάθε πετεινό για την ανάγκη να ακούσουμε με πολλή προσοχή και να ενεργήσουμε σύμφωνα με τα όσα ο μέγας πατριώτης, μέγας δικηγόρος, μέγας στρατιωτικός, μέγας συνομωσιολόγος, ο μέγας Κόκκορας (προσέξτε παρακαλώ τα δύο κάπα στο όνομα, δεν είναι τυχαία) μας κράζει από την γύστη του να πράξουμε.
Το δε κοκκοράκι, κι-κι-ρι-κι-κίιι...!
«... και βγαίνει ο μέγας τράγος, ο πρωταγωνιστής, μ’ ένα πριόνι στο χέρι...».
Σας θυμίζει κάτι; Α, μπα, σύμπτωση!
Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Την εποχή που πολλοί γεύονταν τους καρπούς του τουρισμού και του πλούτου, αυτός ήταν υποχρεωμένος να βοηθά τον μεροκαματιάρη πατέρα του στην μικρή του επιχείρηση. Πάσκιζε ο πατέρας να θρέψει την πολυμελή οικογένεια και να ξεχρεώσει το σπιτάκι που έκτισε γι’ αυτήν, με τα σίδερα της κατασκευής να εξέχουν στην ταράτσα, έτοιμα για το κτίσιμο του σπιτιού της κόρης από πάνω, όταν ερχόταν η ώρα.
Ήταν όμως πολύ καλός μαθητής και ο πατέρας ήταν αποφασισμένος να τον στείλει για σπουδές στην Αγγλία όπου είχε στενούς συγγενείς που ήλπιζε πως θα βοηθούσαν και τον γιό του με κάποιο τρόπο. Ήταν και ο μεγαλύτερος του γιος ήδη εκεί όπου δούλευε στο μανάβικο του από χρόνια εγκατεστημένου στο Λονδίνο αδελφού του.
Διαπρέπει όπως αναμενόταν και στο πανεπιστήμιο αν και αναγκασμένος να δουλεύει συγχρόνως στο εστιατόριο του πιο μακρινού θείου. Η εισβολή στη Κύπρο τον βρίσκει στο στάδιο που ετοιμαζόταν να αρχίσει μεταπτυχιακές σπουδές. Αγωνία και φόβος έγιναν οι μόνιμοι του συγκάτοικοι εκείνες τις δύσκολες μέρες μέχρις ότου έμαθε πως όλη η οικογένεια ήταν καλά. Αναγκάστηκαν βέβαια να εγκαταλείψουν το σπίτι τους μαζί με άλλες διακόσιες περίπου χιλιάδες ομοιοπαθείς άλλα ήταν τουλάχιστον καλά, φιλοξενούμενοι από συγγενείς σε άλλη πόλη.
Με την βοήθεια του θείου και του μεγαλύτερου αδελφού, τελειώνει με άριστα την μεταπτυχιακή εκπαίδευση και χωρίς χρονοτριβή επαναπατρίζεται και εργοδοτείται από μια μεγάλη εταιρεία. Γρήγορα στρώνεται στη σκληρή δουλειά και αρχίζει να βοηθά όπως μπορεί τους γονείς και τα μικρότερα του αδέλφια που ήταν σειρά τους τώρα να φύγουν για σπουδές με την γνωστή στην οικογένεια μέθοδο της συσχέτισης των σπουδών με δουλειά σε κάποιο συγγενή στο Λονδίνο.
Γρήγορα γίνονται γνωστές οι επαγγελματικές του ικανότητες και άλλες εταιρείες τον κυνηγούν να δουλέψει μαζί τους με περισσότερα λεφτά. Μετακινείτε σε μια απ’ αυτές όπου σύντομα αναλαμβάνει μια από τις διευθυντικές θέσεις. Συγχρόνως, προσπαθεί να ανασυντάξει και την προσωπική του ζωή που είχε σχεδόν ξεχάσει τόσα χρόνια. Ξαναβρίσκει παλιούς φίλους και γνωρίζει καινούργιους, κτίζει σχέσεις και φιλίες που βασίζονται σε αλληλοκατανόηση και αλληλοβοήθεια. Τέτοιοι φίλοι του ήταν πολύ χρήσιμοι και για την εξέλιξη της καριέρας του και είναι με αυτό το τρόπο που κατάφερε να βρει και τις διάφορες δουλειές, την μια καλύτερη από την άλλη, που στα λίγα χρόνια που άρχισε να δουλεύει τον είχαν ήδη καταξιώσει στο επάγγελμα του.
Και τότε γίνεται το κάτι που αλλάζει την ζωή του. Μια διαπροσωπική διαφορά τον αναγκάζει να διαλέξει ποιόν από τους εργοδότες του θα ακολουθήσει μετά από τον εταιρικό χωρισμό. Διαλέγει, όπως εκ των υστέρων τα πράγματα έδειξαν, το καλύτερο άλογο. Τότε ήταν που στρώθηκε στην δουλειά νυχθημερόν. Ούτε σαββατοκύριακα ούτε γιορτές και ούτε βράδια βεβαίως δεν είχε πια ελεύθερα. Άρχισε όμως να παίρνει αυτό που πάντα αποζητούσε, πολλά λεφτά. Γιατί αυτό είχε βάλει σαν στόχο και είχε σαν όνειρο τις δύσκολες μέρες των νεανικών του χρόνων.
Το συνοικέσιο απεδείχθη και αυτό προσοδοφόρο. Εδώ θα πρέπει να μιλάμε και για αγάπη, αλληλοκατανόηση και αλληλοεκτίμηση, τιμιότητα στη συζυγική σχέση και τα τοιαύτα, όμως ας τα αφήσουμε για την ώρα γιατί έχουν ήδη εισχωρήσει στη ζωή του ήρωα μας τα μικρόβια της σημερινής κυπριακής κοινωνίας, δηλαδή το εύκολο κέρδος, η σπουδαιότητα των υψηλών γνωριμιών, οι φιλίες με πρόσωπα που του είναι χρήσιμα και φυσικά η απομάκρυνση από τους παλιούς φίλους και γνωστούς που τον βοηθούσαν όταν τους είχε κάποτε ανάγκη, σαν φίλοι και χωρίς καμιά ιδιοτέλεια.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η περιουσία του αυξάνεται με αλματώδη πρόοδο και έχει αποκτήσει μια οικογένεια που τον αγαπά αλλά και τον φοβάται και συνεχίζει όταν του επιτρέπει η δουλειά, στην οποία εξακολουθεί να αφιερώνει τον περισσότερο του χρόνο, να βλέπει τους φίλους που έχουν πια σημασία γι’ αυτόν λόγω της κοινωνικής και οικονομικής τους θέσης. Αυτά όμως έχουν και τα αρνητικά τους που όχι μόνο τα γνωρίζει σαν πολύ έξυπνο άτομο που είναι αλλά και τα εμπιστεύεται σε κανένα παλιό φίλο όταν η τύχη τον φέρει κοντά, που είναι η απρόσωπη του και πολλές φορές απαξιωτική συμπεριφορά προς φίλους, συνεργάτες και γνωστούς που παλιά έβλεπε με πιο ανθρώπινο μάτι.
Είναι όμως τώρα ικανοποιημένος γιατί έχει αποκτήσει πολλά λεφτά !