Thursday 25 December 2008
Friday 12 December 2008
Sunday 30 November 2008
Μύρισα, γεύτηκα τον Παράδεισο!
Διάβασα σήμερα στην εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος" κείμενο του Γιώργου Σοφοκλέους κάτω απο την επικεφαλίδα "Η Κληρονομιά Μας" συνέντευξη του ζεύγους Αντώνη και η Αντριάνας Λυσσάνδρου από την Κώμα του Γιαλού για το ψάρεμα στο κατεχόμενο χωριό τους. Παραθέτω αυτούσιο το κείμενο γιατί λέει πράγματα που λίγοι γνωρίζουν για το ψάρεμα στη Κύπρο και ειδικά στη Κώμα του Γιαλού. Ο κύριος λόγος είναι γιατί θέλω να το έχω φυλαγμένο κάπου. Επειδή είχα την τύχη μα μυρίσω και να γευτώ τον Παράδεισο που αφηγούνται.
«Ο Φιλελεύθερος» 30/11/2008
Κώμα του Γυαλού, το ψαροχώρι
Πώς το μεράκι ενός ανθρώπου για τη θάλασσα, μετέτρεψε σε ψαράδες τους κατοίκους ενός ολόκληρου χωριού.
Τη δεκαετία του '20 ζούσε στην Κώμα του Γυαλού ένας πολυσύνθετος και δραστήριος άνθρωπος. Μέντζιη τον έλεγαν και του άρεσε πολύ η θάλασσα και το ψάρεμα. Ήξερε να ψαρεύει με αγκίστρι και καμάκι από τη στεριά. Το πολύ του μεράκι κι η αγάπη που είχε για τη θάλασσα τον ώθησαν στο να φτιάξει μια μικρή ξύλινη βαρκούλα και μ΄ αυτή ξανοιγόταν στο πέλαγος αυτοσχεδιάζοντας... Όταν όμως άκουσε πως στο Λιοπέτρι υπήρχαν ψαράδες που ήξεραν την τέχνη, πήρε τη βαρκούλα του και γιαλό-γιαλό πήγε κοντά τους για να μάθει κι αυτός τα μυστικά του επαγγέλματος. Όταν έμαθε τα χρειαζούμενα, γύρισε στο χωριό. Όχι όμως από το συντόμι, αλλά κάνοντας το γύρο της Κύπρου.
Στο χωριό, δίδαξε πρώτα μερικές γυναίκες πώς να κατασκευάζουν δίχτυα κι ύστερα, σιγά-σιγά τον μιμήθηκαν κι άλλοι... Δυο βάρκες όλες κι όλες στην αρχή και μετά γίνανε τέσσερις. Αργότερα, ολόκληρο το χωριό με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είχε σαν κύρια απασχόληση, την ψαριτζιή.
«Όταν πρωτοξεκίνησε η ψαριτζιή σαν επάγγελμα στην Κώμα του Γιαλού το 1920-25, ήταν δεν ήταν δυο-τρεις ξύλινες βαρκούλες, μια σταλιά η κάθε μια. Δεκαέξι με δεκαοκτώ πόδια μήκος όλα κι όλα. Με μόνα εφόδια δυο ξύλινα κουπιά κι ένα μικρό πανί... Μέχρι το 1974 όταν ξεριζωθήκαμε λόγω της τουρκικής εισβολής, η ψαριτζιή εδράτζιασε στο χωριό μας, φτάσαμε να έχουμε 22 ψαρόβαρκες όλες εφοδιασμένες με μηχανές και 4 καΐκια..!», μας αφηγούνται ο Αντώνης και η Αντριάνα Λυσσάνδρου από την Κώμα του Γιαλού. «Για την κατασκευή των διχτύων χρησιμοποιούσαμε κλωστή βαμβακερή που κλώθαμε οι ίδιες στην ανέμη, αργότερα τα φτιάχναμε με νάιλον κλωστή εισαγόμενη... Αρχίζαμε πρώτα με το τρέμεζο, διαφορετική κλωστή για το γραντί κι ύστερα άλλη, διαφορετική κλωστή για τον αρμαδόρο. Ανάλογα με το είδος του διχτύου που θα φτιάχναμε βάζαμε τέσσερα, τεσσεράμισι ή πέντε «αμμάθκια» και προχωρούσαμε στην κατασκευή του, με μεγάλα ανοίγματα στην εξωτερική και μικρότερα στην εσωτερική. Τα μόνα εργαλεία που χρησιμοποιούσαμε ήταν το βελόνι και ο μουρέλλος. Τίποτα άλλο... Το ύψος τους ήταν περίπου ενάμισι μέτρο και το μήκος 60 με 80 ορκές, ανάλογα με την παραγγελιά που μας έδιναν οι ψαράδες και με βάση τις ανάγκες που ήθελαν να καλύψουν. Για να κάμουμε μια ζεμπύλα δίχτυα χρειαζόμασταν πάνω-κάτω 20 ημέρες, ανάλογα βεβαίως με το είδος του καθ΄ ενός. Το δίχτυ με τη βαμβακερή κλωστή εκαταστρέφετουν εύκολα και έπρεπε να το μπαλώνουμε συνεχώς... Και ολοένα να φτιάχνουμε καινούργια...», συνεχίζουν. «Για να διατηρηθούν περισσότερο τα δίχτυα τα νηματένια, μετά την ψαριά τα έπλεναν σε κόλυμπους με γλυκό νερό που υπήρχαν στην παραλία, στη συνέχεια τα άπλωναν σε ειδικά ξύλα για να στεγνώσουν και ο καπετάνιος τα μπάλωνε για να είναι έτοιμα προς χρήση την επομένη μέρα...» «Τα πρώτα χρόνια η ψαριτζιή με τα λιγοστά εφόδια που διαθέταμε, ήταν δουλειά δύσκολη και σκληρή. Χρειαζόταν πολύ μεγάλη προσπάθεια και σωματική ευρωστία για να αντεπεξέλθει κανείς...
Ο πρώτος μου «μάστρος» ο Γιωρκής Κοτζιαγιός ήταν ξακουστός για τη δύναμή του. Συνήθιζε να λέει αστειευόμενος ότι αν του έδεναν τη γη στους ώμους, μπορούσε να την κουβαλήσει. Μια μέρα έβαλε στοίχημα με τους άλλους ψαράδες, ότι μπορούσε να βγάλει μόνος του στη στεριά τη βάρκα, δουλειά καθημερινή, που όμως χρειάζονταν 3 με 4 άντρες για να την κάνουν... Μ΄ έβαλε εμένα στην πλώρη να κρατώ την ισορροπία και σπρώχνοντας τη βάρκα με την πλάτη την έβγαλε έξω, προκαλώντας τους άλλους αν ήθελαν να την πάρει έτσι μέχρι το χωριό!», θυμάται ο κυρ-Αντώνης. «Κάναμε και διαγωνισμούς... ιστιοπλοϊκούς, στοιχηματίζοντας για το ποιος είχε την πιο γρήγορη βάρκα και ποιος ήταν ο καλύτερος χειριστής του πανιού... Όλα αυτά τα στοιχήματα και οι «διαγωνισμοί» κατέληγαν πάντα σε φαγοπότι στην παραλία. Κι αυτή ήταν η πιο όμορφη ανταμοιβή στους κόπους μας και στη σκληρή καθημερινή προσπάθεια για επιβίωση». Οι εικόνες η μια μετά την άλλη σαν μαγικό χαλί, ξεδιπλώνονταν γοητευτικές και αναλλοίωτες από το χρόνο, ατόφιες και συνάμα τόσο αληθινές... σαν να ήταν μόλις χτες, όλα αυτά τα γεγονότα που ακούραστα και με μεγάλη προθυμία αλλά και ευχαρίστηση απαριθμούσε ο κυρ-Αντώνης.
«Οι πιο βασικοί τρόποι αλιείας στο χωριό μας ήταν με τα δίχτυα, το παραγάδι, το καμάκι και τη συρτή που τη σέρναμε πίσω από τη βάρκα για κάνα ψάρι μεγάλο, συναγρίδα ίσως και έτσι έβγαινε καλύτερα το μεροκάματο... Ψαρεύαμε επίσης με παλαιόττο, ρίχναμε δηλαδή, κυκλικά το δίχτυ στα ξέβαθα και τρομάζαμε τα ψάρια με δυνατά χτυπήματα πάνω στη βάρκα με τα πόδια μας. Μια άλλη μέθοδος ψαρέματος, που ήθελε ιδιαίτερη μαστοριά, ήταν ο πιζόβολος. Ήταν ένα μικρό κυκλικό δίχτυ που κρατούσε με δεξιοτεχνία ο ψαράς και περπατούσε στα ξέβαθα. Όταν έβλεπε το κοπάδι με τα ψάρια το έριχνε με τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε, όταν έπεφτε σχημάτιζε «ομπρέλα» και μέσα σ΄ αυτήν παγίδευε τα ψάρια... Ψαρεύαμε και με πυροφάνι, αρχικά χρησιμοποιώντας «μασσιαλλάες», προτού ακόμα εμφανιστούν τα λουξ, μέσα από τη βάρκα ή από την ακτή, στα ξέβαθα...»
Οι θύμησες πολλές, σαν κόπια παλιάς κινηματογραφικής ταινίας, ξεδιπλώνονται πλημμυρίζοντας την καρδιά με νοσταλγία... και τα μάτια άθελα, υγραίνονται. Το μυαλό πεισματικά προσκολλημένο στα περασμένα. Οι αναμνήσεις για το χωριό το πολυαγαπημένο, σαν σαράκι τρώνε τα σωθικά. Μια μικρή αμυδρή ελπίδα, δίνει πιότερο νόημα στην ύστερη ζωή της προσφυγιάς. Πότε επιτέλους θα ξημερώσει η ευλογημένη εκείνη ώρα της επιστροφής... Κι ας ξεψυχήσω εκεί μπροστά στην ταπεινή παράγκα στην ακρογιαλιά. Εκεί που σεργιανίσαμε τα νεανικά μας όνειρα, προσφάι στην αλμύρα και τον καθημερινό κάματο για τη ζωή. Ψάρεμα σε δύο λιμνοθάλασσες «Δεξιά και αριστερά του χωριού μας υπήρχαν δυο μικρές λιμνοθάλασσες. Το χειμώνα έσμιγαν με τη θάλασσα, το καλοκαίρι όμως απομονώνονταν από αυτήν εγκλωβίζοντας πολλά ψάρια, κυρίως κέφαλους. Πήγαιναν λοιπόν οι νέοι, έσκαβαν στο βυθό της λίμνης 2-3 τρύπες και στη συνέχεια έκαναν θόρυβο στην επιφάνεια, τρομάζοντας τα ψάρια που πήγαιναν για να κρυφτούν στις τρύπες. Τα μάζευαν απ΄ αυτές και κρεμώντας τα στους ώμους με σκλινίτζια, σαν τρόπαια, τα έφερναν καμαρωτοί στο χωριό... «Πολλοί ψάρευαν στις λίμνες με... "τσούνιασμα". Έπαιρναν σπόρους από "τσούννες", ένα είδος αγριόχορτου που βλαστούσε σε μεγάλες ποσότητες στο χωριό μας και τους έσπαζαν με πέτρα μέσα στη λίμνη. Το υγρό από τες "τσούννες" νάρκωνε τα ψάρια, τα οποία στη συνέχεια μάζευαν οι συγχωριανοί πολύ εύκολα με καλάθια ή κοφίνια..! Με το "τσούνιασμα" ψαρεύαμε και χέλια μέσα στους κόλυμπους. Από τα νερά της βροχής του χειμώνα στις κοίτες των ποταμών κυρίως, σε μικρές και μεγάλες κοιλότητες, σχηματίζονταν κόλυμποι όπου κρύβονταν πολλά χέλια. Με τις "τσούννες" τα ναρκώναμε και τα μαζεύαμε με σχετική ευκολία... Τα χρόνια εκείνα τα παλιά, οι χελώνες δεν ήταν απαγορευμένο είδος όπως σήμερα. Τις κυνηγούσαμε λοιπόν και γιατί μας ξέσκιζαν τα δίχτυα, αλλά και για το κρέας τους, που όταν ήξερες να το μαγειρέψεις γινόταν πολύ νόστιμο...Το κέλυφος τους το κάναμε κούνιες για τα μωρά, πάχνες των ζώων, ποτίστρες κ.λπ. Στην παραλία, είχαμε μια μικρή πρόχειρη παράγκα και όταν τελειώναμε την ψαριά μαζευόμασταν όλοι εκεί μέσα και μαγειρεύαμε. Ψαρόσουπα, πρωτέττο, οφτό, σαλαμούρα, σουπιές και χταπόδια καθιστά... Όταν έμπαινες σ' εκείνη τη φτωχική παράγκα και σε έζωναν όλες αυτές οι θεσπέσιες μυρωδιές, νόμιζες πως ήσουν στον Παράδεισο».
Saturday 22 November 2008
Friday 7 November 2008
Για τον φίλο που υποφέρει
Αιωνιότης
Ο Ινδός Αρσούνας, βασιλεύς φιλάνθρωπος και πράος,μισούσε ταις σφαγαίς. Ποτέ δεν έκαμνε πολέμους.
Πλην του πολέμου ο φοβερός θεός δυσηρεστήθη -
(λιγόστεψεν η δόξα του άδειασαν οι ναοί του) -
και μπήκε με θυμό πολύ στου Αρσούνα το παλάτι.
Ο βασιλεύς φοβήθηκε και λέει «Θεέ μεγάλε
συγχώρεσέ με αν δεν μπορώ ζωή να πάρω ανθρώπου».
Με περιφρόνησι ο θεός απήντησε «Από μένα
νομίζεσαι πιο δίκαιος; Με λέξεις μη γελιέσαι.
Καμμιά ζωή δεν παίρνεται. Γνώριζε πως ποτέ του
μήτε γεννήθηκε κανείς, μήτε κανείς πεθαίνει».
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Monday 3 November 2008
Η δεύτερη ευκαιρία
Έχουμε καταφέρει να οδηγήσουμε με μεγάλη μαεστρία σ’ ένα άλλο κόσμο την λύση που μας δόθηκε το 1960. Τώρα φοβάμαι, το ίδιο πάμε να κάνουμε και στην δεύτερη ευκαιρία που μας δίνεται και που βρίσκεται σε μια αυξομειούμενη δυναμική από το 2003. Ευτυχώς, ακόμα συνεχίζεται. Δεν παραβλέπω βέβαια την σημασία και δύναμη που εξασκεί η Τουρκία στο θέμα, αλλά όσον αφορά την δική μας συμμετοχή στη προσπάθεια θα ήμουν πιο ευτυχής αν μπορούσαμε να αποβάλουμε αυτό το σύνδρομο της μοναδικότητας και ανωτερότητας πού έχουμε και που δεν μας αφήνει να δούμε το πρόβλημα μέσα από την μεγάλη εικόνα και όχι ανάμεσα από τις παρωπίδες που φοράμε και δύσκολα αποχωριζόμαστε.
ΥΓ. – Εντελώς μεταξύ μας, είμαστε οι καλύτεροι!
Ζούμε σ’ ένα νησί μοναδικό. Βρίσκεται ακριβώς (δεν θέλω αντιρρήσεις) στη μέση του σημερινού γνωστού κόσμου. Απλώστε, παρακαλώ, ένα χάρτη της υφηλίου και σχηματίστε με την βοήθεια ενός μακρύ χάρακα τις δύο διαγωνίους. Θα εξακριβώσετε ότι στο μέσο, εκεί που τέμνονται, βρίσκεται η Κύπρος (αν δεν σας βγαίνει η τομή ακριβώς στην Κύπρο, μετακινήστε λίγο τον χάρακα). Ε, λοιπόν, είμαστε το κέντρο της υφηλίου!
Thursday 30 October 2008
Sunday 19 October 2008
Tuesday 7 October 2008
Θέλω να ζήσω Ελεύθερα
Αν ψάξει κανείς λιγάκι περισσότερο ανακαλύπτει ότι ο περίφημος εισαγγελέας Henry Wade έστειλε στη φυλακή αρκετούς, κυρίως μαύρους, που απεδείχθη αρκετά χρόνια μετά αφ’ ότου άρχισαν να εκτίουν ισόβια ή άλλη μακρόχρονη φυλάκιση, πως ήσαν αθώοι. Η επιστημονική χρησιμοποίηση του DNA απεδείχθη καταλυτική σ’ αυτές τις προσπάθειες. Όμως ο εισαγγελέας Henry Wade δεν είναι δυστυχώς ο μόνος που διέπρεψε σ’ αυτό το ευγενές άθλημα. Αρκετοί εισαγγελείς και δικαστές στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν στείλει στις φυλακές άσπρους και μαύρους χωρίς επαρκή ενοχοποιητικά στοιχεία ή με απόκρυψη άλλων στοιχείων που απεδείκνυαν την αθωότητα των.
Εμβαθύνοντας λιγάκι ακόμα στο ίδιο θέμα μαθαίνουμε ότι οι φυλακισμένοι στις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν το 25% των φυλακισμένων παγκοσμίως και πως στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κατά πολύ περισσότερους έγκλειστους σε φυλακές ακόμα και από την πολυπληθέστερη χώρα της υφηλίου, την κομμουνιστική Κίνα. Και ενώ συζητείται γενικώς η εκμετάλλευση του εργάτη στη Κίνα και άλλες χώρες με φθηνά εργατικά, μαθαίνουμε πως στις Ηνωμένες Πολιτείες μια πολύπλοκη σχέση μεταξύ φυλακών και βιομηχανίας που επιδοτείται από το κράτος , επιτρέπει σε κολοσσούς όπως την Microsoft και άλλους να αποκομίζουν τεράστια κέρδη επωφελούμενοι των εξαιρετικά χαμηλά εργατικών κόστων που παίρνουν από τους τόσους φυλακισμένους. Τα συμπεράσματα δικά σας.
Με την βοήθεια μιας ανθρωπιστικής οργάνωσης, της Innocence Project, ο κ. James Woodward κατάφερε να αναπνεύσει ξανά καθαρό αέρα μετά από 27 χρόνια. Έτσι επήλθε η κάθαρση στη δική του τραγωδία. Μαζί μ’ αυτόν απέκτησαν την ελευθερία τους και αρκετοί άλλοι που απεδείχθη εκ των υστέρων, μετά από σκληρές προσπάθειες ανθρωπιστικών οργανώσεων, πως αδίκως φυλακίσθηκαν.
Είναι όμως πολύ μεγάλος ο αριθμός όσων ακόμα ζουν το μαρτύριο της άδικης αποστέρησης της ελευθερίας τους όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά σ’ολο τον κόσμο.
Μαζί με όσους αδίκως βρίσκονται κλεισμένοι σε φυλακές, την δική τους τραγωδία ζουν πολλά εκατομμύρια ανθρώπων που αδίκως στερούνται άλλες βασικές ανθρώπινες ελευθερίες όπως αυτές της ελεύθερης διακίνηση και κατοίκησης στο τόπο που γεννήθηκαν. Και μιλώ φυσικά για τα εκατομμύρια των εκτοπισθέντων, συμπεριλαμβανομένων και των χιλιάδων προσφύγων εξ’ αιτίας της Τουρκικής εισβολής στη Κύπρο. Ελπίζω και εύχομαι να υπάρξει σύντομα αποκατάσταση και αυτής της αδικίας για να επέλθει η κάθαρση και σ’ αυτή την τραγωδία. Γιατί ο άνθρωπος που στερείται τον τόπο του είναι σαν καράβι χωρίς άγκυρα.
Tuesday 30 September 2008
Χαρτιά με βούλα
Friday 26 September 2008
Πού είναι ο κλέφτης;
Συνελήφθη αυτός που μας έκλεβε το νερό. Άκουσα σήμερα στις ειδήσεις πώς κάποιος πότιζε το δένδρα του με νερό που αντλούσε από τον υδροφορέα Γερμασόγειας. Ο αχρείος! Να μην ντρέπεται να βοηθά υπογείως το πράσινο!
Θα τον βάλουν, υποθέτω, στα πρωτοσέλιδα όλες οι εφημερίδες και στο κεντρικό τηλεοπτικό δελτίο τα μεγάλα κανάλια. Και θα καταγραφεί στα μεγάλα μαύρα δευτέρια των όσων τόσων έχουν αδικήσει αυτήν την ταλαίπωρη νήσο. Θα είναι βέβαια ο πρώτος που μπαίνει σ’ αυτά τα δευτέρια άλλά πρέπει να γίνει η αρχή.
Τώρα, όσον αφορά τους ευεργέτες αυτής της νήσου, όπως την Ocean Tankers του κ. Ιωαννίδη, τους κατσελλοτρόφους και άλλους τέτοιους, ευτυχώς έχουν τακτοποιηθεί με τον ευγενή εμπλουτισμό του ευροφορέα τους. Τι κι’ αν ο κ. Ιωαννίδης δεν έπραξε και συνεχίζει να μην πράττει όσα έχει με το συμβόλαιο αναλάβει. Τι κι’ αν οι κατσελλοτρόφοι απομιζούν, τα παίρνουν και θα συνεχίσουν να τα παίρνουν απο τον κοσμάκη. Οι δημόσιοι λειτουργοί να είναι καλά που τους υπογράφουν τα συμβόλαια και τους δίνουν και αποζημιώσεις.
ΥΓ 1. Έχω διαβάσει τελευταία ένα ιατρικό άρθρο που υποστηρίζει ότι μόνο τα βρέφη πρέπει να πίνουν γάλα, οι μεγαλύτεροι δεν το χρειάζονται. Εφαρμόστε το.
ΥΓ 2. Να δείτε που θα ζητήσει αποζημίωση και ο κ. Ιωαννίδης γιατί χάνει λεφτά ο καημένος από την μεταφορά του νερού (άσε που του το κλέβουν κιόλας)
Friday 19 September 2008
Λύκε-Λύκε είσαι 'δω;
Βγαίνει, ας πούμε, το κοπάδι βόλτα στη πόλη. Διασταυρώνει δρόμους, πότε κοιτώντας δεξιά-αριστερά, πότε όχι. Μπαίνει σε υπεραγορές, φούρνους, τράπεζες, παίρνει δάνεια άτοκα, αγοράζει ότι να ‘ναι, πληρώνει με πλαστικό χρήμα, πάει σε καφετέριες, πίνει ούζα, τραγουδάει, ρίχνει ματιές. Πουθενά ένας λύκος. Καλά, ούτε ένας; Ούτε ένας! Προχωρά το κοπάδι, πάει στο γήπεδο να δει μπάλα, πάει στη θάλασσα για μπάνιο, κτίζει στην άμμο, πετάει σκουπίδια, θυμώνει, βρίζει, ζεσταίνεται, λούζεται, κρυώνει, βλέπει όνειρα, ανάβει τσιγάρο, καπνίζει μαύρα, ούτε ίχνος λύκου. Μπαίνει στη πολεοδομία, βγαίνει κουτσαίνοντας, πάει σε γάμους, τρωει κουραμπιέδες, πληρώνει μετρητά επί τόπου, στρίβει στη γωνία το βράδυ χωρίς φεγγάρι, ξανανάβει τσιγάρο, αφουγκράζεται , αυτοσυγκεντρώνεται, διαλογίζεται, αποβάλλει το άγχος του και βροντοφωνάζει μουλωχτά: δεν υπάρχουν πια λύκοι!
Πάει πρωί-πρωί με την δροσούλα η κοκκινοσκουφίτσα στην εκκλησία και... χραπ! Την αρπάζει ένας λύκος, μεγάλος, μαύρος, δυνατός, ωραίος, με μπλε μάτια, γαμψή μύτη, φυμέ γυαλιά, με μεγάλ’ αυτιά και ένα τεράστιο στόμα. Μα πώς, πρόφτασε να πει η καημένη, την ώρα πού ο λύκος τελείωνε με το ακόνισμα των νυχιών του, πώς βρέθηκες εσύ εδώ αφού κανείς δεν σ’ έχει δει στους τόπους μας εδώ και τόσο καιρό; Πού κρυβόσουνα; Αναπάντητη έμεινε η ερώτηση. Μόνο που την ίδια στιγμή, ακριβώς εκείνη τη στιγμή που το τορνευτό της σώμα τρανταζόταν από την περισσή ηδονή και περνούσε τις πύλες που ο ανίκητος κέρβερος πάντα φυλάει, εκείνο το μικροδευτερόλεπτο που επισημοποιεί την κίνηση του δείκτη του μεγάλου ρολογιού από το παρά-πέντε στη δωδεκάτη και που ακούγεται το κράξιμο του κούκου που βγαίνει από το κουβούκλιο μπροστά από τον χειμώνα που φοράει μια κάπα, ακούγεται από ψηλά, από πολύ ψηλά, μεγάλη φωνή, χωρίς κραδασμούς, να λεει: Στις εκκλησίες–στις εκκλησίες, ψάξατε; Δεν ψάξατε!
Friday 12 September 2008
Ζιζάνια
Με αφορμή τα πολύ κατατοπιστικά ποστάκια του φίλου Aceras Antropophorum περί της ζωής του περιθωρίου όπου απεικονίζονται διάφορα φυτά, αγκαθωτά και μη, θα ήθελα κι’ εγώ να αναφερθώ σ ’ένα άλλο είδος, τα ζιζάνια.
Έχουμε από μικροί μάθει για τα ζιζάνια που βλαστούν παντού, συνήθως εκεί που δεν τα σπέρνεις και εκεί που δεν τα θέλεις. Από οικολογικής πλευράς, ακούσαμε και συμφωνούμε ότι τα πλείστα ζιζάνια συμβάλουν εποικοδομητικά στην διατήρηση της ισορροπίας στη φύση.
Τώρα θα σας αναφέρω τρία τέτοια είδη που κατά την προσωπική μου γνώμη ήταν, είναι και πολύ φοβούμαι, θα παραμείνουν, πάντα χωσμένα στα χαντάκια και γύρω από βόρβορα, χωρίς να έχουν ούτε την δύναμη, ούτε και την υπόσταση να ενοχλήσουν κανένα εκτός απ’ αυτούς που συνηθίζουν να κινούνται σε τέτοιους χώρους. Είναι όμως χρήσιμο να τα γνωρίζουμε γιατί οι περιστάσεις μπορούν να σπρώξουν οποιονδήποτε κοντά τους και να υποστεί κανένα τσίμπημα που παρόλο που δεν είναι επικίνδυνο για όσους τα μυαλά είναι ανοικτά παρά μόνο ενοχλητικά, μπορεί να κεντρίσουν επικίνδυνα άτομα με αδυναμίες στην ανοικτόμυαλη αντίληψη των πραγμάτων.
Αυτά είναι (με τυχαία σειρά):-
- Αρχιπάπικους Απορρίπτικους
Θα τα αναγνωρίσετε αμέσως από την σκοτεινή και μαύρη τους κατάντια, την έλλειψη μνήμης καθώς και από τα άσχετα άλλα φυτά που τα περιτριγυρίζουν. Ανήκουν στην υποκατηγορία των παρασίτων και στηρίζουν την ύπαρξη τους στην αφαίμαξη καλοκάγαθων πλασμάτων που βρίσκονται σε βαθιά άγνοια.
- Τασσικόπουλους Ασχέτους-Ασχέτους
Νομίζουν πως έχουν λαλιά γι’ αυτό και προσπαθούν να μιλήσουν. Ανοίγουν κάτι σαν στόμα και βγάζουν ήχους μονότονους, επαναληπτικούς και ακατάληπτους. Αντί να στάζουν «μελούιν», στάζουν κάτι σαν χολή. Έχουν σαν κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα την υπεροψία, αλαζονεία, μεγαλομανία και προ παντός την αμετροέπεια. Οι ίδιοι είναι άβουλοι γι’ αυτό και σύρονται και φέρονται καθημερινά από παπάδες και τατάδες.
- Μικροφώνικους Μονότονους - Γράφικους
Βρίσκονται κυρίως σε καναλοχαντάκια της πρωτεύουσας αλλά και της συμπρωτεύουσας, κυριαρχούνται από ένα πάθος που μόνο οι ίδιοι αντιλαμβάνονται, μαυρίζουν- ασπρίζουν από το κακό τους και ξεφωνίζουν ότι τους δώσουν γραμμένο μεγαλύτερα ζιζάνια της κατηγορίας πατριώτικους-εθνικίστικους. Όταν δεν έχουν οδηγίες για το τι θα πουν, μιλούν για σουβλάκια, γλυκό καρυδάκι, και τα τοιαύτα.
Ας ξεφωνίσουμε όλοι μαζί, "πάλι με χρόνους με καιρούς..."
Tuesday 19 August 2008
Tuesday 12 August 2008
Αύγουστος
Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά
Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σένανε ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε
απ' την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν' ανάψουμε
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.
Οδυσσέας Ελύτης
Thursday 31 July 2008
Υπάρχει Ελπίδα - Βοηθήστε
Το συνταγματικό δικαστήριο της Τουρκίας με την απόφαση που πήρε να μην προχωρήσει με το κλείσιμο του κυβερνώντος κόμματος εξυπηρετεί και την προσπάθεια εξεύρεσης λύσης του κυπριακού προβλήματος.
Πιστεύω ότι η πλειοψηφία τόσον των ελληνοκυπρίων όσον και των τουρκοκυπρίων επιθυμεί να ζήση ξανά μαζί, σ΄ ένα ομόσπονδο κράτος, με ειρήνη και ασφάλεια όπου είναι αναπόφευκτο να ευημερήσουν.
Απομένουν κάποια προβλήματα που θεωρώ πολύ σημαντικά. Αυτά εστιάζονται στην δράση εθνικιστικών και άλλων εξτρεμιστικών στοιχείων και στις δυο πλευρές. Δεν εισηγούμαι καθόλου πως αυτά τα άτομα και ομάδες δεν πρέπει να εκφράζουν τις απόψεις των και να εκθέτουν τα διάφορα επιχειρήματα τους. Έχω όμως την γνώμη πως αν και μειοψηφία ακούγονται περισσότερο από την πλειοψηφία γιατί ενεργούν οργανωμένα, προσχεδιασμένα και με καθημερινές φωνές προσπαθούν να πείσουν κι’ άλλους, περισσότερο όσους για οποιονδήποτε λόγο δείχνουν μια αδιαφορία για το τι μέλλει γενέσθαι στην Κύπρο, πως καλύτερη λύση είναι είτε η μονιμοποίηση της ντε φάκτο κατάστασης είτε και η ντε γιούρε διχοτόμηση. Είναι γι΄ αυτό τον λόγο που επιβάλλεται να δυναμώσουν οι φωνές που επιζητούν την λύση και την ειρηνική συμβίωση. Κυρίως οι κυβερνώντες άλλα και όσοι υποστηρίζουν τις προσπάθειες λύσεις, θα πρέπει να δυναμώσουν τις φωνές τους και να ενημερώνουν συνεχώς το κόσμο και στις δυο πλευρές για τις βασικές πτυχές της αναμενόμενης λύσης. Θα πρέπει πρωτίστως να ενημερωθεί ο κόσμος για το τι εστί ομοσπονδία, πως λειτουργεί σε γενική μορφή και πως αναμένεται να λειτουργήσει και στη περίπτωση της Κύπρου. Επίσης, να γίνεται συνεχής ενημέρωση για την πορεία των συνομιλιών και για τις τυχόν δυσκολίες που κατά την πορεία είναι δυνατό να υπάρξουν.
Ήταν πιστεύω το μεγαλύτερο, αν και κατά την γνώμη μου ηθελημένο, λάθος η παντελής έλλειψη ενημέρωσης από όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις προς τον λαό για το τι συμφωνήθηκε από τους ηγέτες των δυο κοινοτήτων, ότι δηλαδή η λύση θα είναι η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία και να εξηγήσουν πως λειτουργεί αυτή η λύση, με λεπτομέρειες ώστε να γίνει κατανοητή από όλους.
Επιβάλλεται, λοιπόν, τώρα, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, τα συμφωνούντα κόμματα, οργανώσεις, κινήματα καθώς και προσωπικότητες αλλά και ο κάθε ένας που πιστεύει στην ορθότητα τούτης της θέσης, να βοηθήσουν την τελευταία ίσως προσπάθεια λύσης και συγχρόνως να βομβαρδίσουν τον λαό με ενημέρωση ώστε να μπορεί μόνος του να αντιληφθεί την αναγκαιότητα της ειρηνικής συμβίωση μέσα στα πλαίσια μιας συμφωνημένης λύσης.
Προτρέπω όσους συμφωνούν να αρχίσουν συστηματική ενημέρωση του κόσμου. Δεν είναι αργά. Υπάρχει χρόνος, υπάρχει ελπίδα.
Monday 21 July 2008
Ο Υδροφορέας, του Ευρωφορέα, τον Λαθροφορέα, ώ Τριφυλλοφορέα!
Έκτακτη Είδηση - 28 Ιουλίου 2008, εντάυθα
Ο γνωστός πλοικτήτης και μέγας ευεργέτης κ. Μιχ. Ιωαννίδης εδήλωσε ότι με το συμβόλαιο μεταφοράς νερού η εταιρεία του θα υποστεί οικονομικές απώλειες. Το έπραξε όμως ΓΙΑ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥ που τόσο πολύ υποφέρει.
Θα ακολουθήσει σχετικό διάγγελμα προς τον ταλανιζόμενο Κυπριακό Λαό.
ΥΓ. Δεν μας χέζεις ρε Ιωαννίδη!
Καλέ, που πάτε με τον αγωγό μας; Φέρτε τον πίσω, ανάγωγοι!
Έγινε επίσης γνωστό ότι ο κυπριακός λαός δια του υπουργείου γεωργίας και της αρχής ανάπτυξης υδάτων, ευγνωμονώντας τον πιο πάνω πλοιοκτήτη για την εθνική του ευεργεσία, θα αρχίσει αμέσως ενέργειες για εμπλουτισμό του Ευρωφορέα του κ. Μιχ. Ιωαννίδη με άμεση και βίαιη εκταμίευση χρημάτων από ειδικά κρατικά ταμεία και προ παντός με την καταβολή μπόνους αρκετών χιλιάδων ευρώ για την άνευ προηγουμένου σώφρονα πράξη του και για την οποίαν ο κυπριακός λαός θα τον ευγνωμονεί εσαεί. Εικάζεται ότι μια υπερμεγέθης προτομή του κ. Μιχ. Ιωαννίδη θα στηθεί σε περίοπτο θέση παρά την πηγή νερού στο Μουτουλλά ή στο Πεδουλά.
Πληροφορίες που φέρουν το υπουργείο γεωργίας σε συνεργασία με τον κ. Μιχ. Ιωαννίδη να προβαίνουν σε ενοικίαση στόλου ελικοπτέρων για ρίψη ελλαδικού νερού από τα τάνκερς στη περιοχή της Στράκκας για εμπλουτισμό του Λαθροφορέα της περιοχής ελέγχονται ως ανακριβείς.
Εν τω μεταξύ, έχουν ήδη αρχίσει οι ανακοινωθείσες εργασίες από τον πλοιοκτήτη κ. Μιχ. Ιωαννίδη για εμπλουτισμό και του Τριφυλλοφορέα Λευκωσίας με ευρωσταγόνες. Αναμένεται να συμπληρωθούν περί τον ερχόμενο Μάιο οπότε όσοι ζήσουν θα φαν τριφύλλι.
Tuesday 15 July 2008
Μαλαματένια λόγια
Μαλαματένια λόγια δεν ακούς. Οι χιλιοειπωμένες λέξεις έχουν πια χάσει την σημασία τους. Όχι γιατί πέρασε πολύς καιρός, αλλά γιατί αυτοί που τις έλεγαν τόσα χρόνια τους έδιναν μια δική τους, άκρως υποκειμενική σημασία. Στην αρχή, ο κόσμος τις άκουε και ενθουσιαζόταν ή οργιζόταν, ανάλογα με το τι ήθελε να πετύχει λέγοντας τες αυτός που τις έλεγε και τι καταλάμβαινε αυτός που τις άκουγε. Ήταν οι εποχές της ακατάπαυστης ρητορείας, των μεγάλων «ηγετών» (σε εισαγωγικά, χωρίς μη), των μπαλκονιών και της μεγάλης αφέλειας.
Μετά από κάποια χρόνια άρχισε η ροή πληροφοριών και η δημοσίευση άγνωστων για τους πολλούς γεγονότων. Τότε, όσοι είχαν αυτιά να ακούσουν, μάτια για να διαβάσουν και προ παντός ανοικτό και ανήσυχο μυαλό, κατάλαβαν. Ή μάλλον, αντιλήφθησαν για πρώτη φορά την κοροϊδία και την ψευδαίσθηση μέσα στην οποία για τόσα χρόνια ζούσαν. Μερικοί λένε και την άνευ σημασίας φράση «μα εγώ το έλεγα πάντα»! Προς τι; Γιατί δεν το είπαν τότε; Φοβόντουσαν; Δεν ήταν σίγουροι ότι όσα πίστευαν ήταν πράγματι σωστά;
Είμαι ακόμα γεμάτος απορίες. Απορίες που είχα από τότε που πρωτοξεφύλλισα την πρώτη εφημερίδα και άρχισα να παρακολουθώ τα πολιτικά, αθλητικά και άλλα δρώμενα ανελλιπώς. Ευτυχώς, αυτό το κουσούρι δεν το έχω πια. Μπούχτισα! Για πολλές από τις απορίες μου έχω βρει εξηγήσεις που με ικανοποιούν αλλά που δεν με αφήνουν ακόμα να καταλάβω γιατί τα πράγματα έγιναν όπως έγιναν η γιατί άνθρωποι ενήργησαν όπως ενήργησαν Ευτυχώς, μπορώ να καταλάβω γιατί εγώ ενήργησα όπως ενήργησα σε στιγμές σημαντικές για μένα.
Με τον Σ. και άλλους φίλους βγήκαμε το βράδυ του Σαββάτου. Άμα ήσουν στα δεκαεννιά, καλοκαίρι στην Αμμόχωστο, τότε, περνούσες καλά. Κυριακή πρωί, με πρόσκαιρη παρέα, στη θάλασσα. Το μεσημέρι φαγητό οι τέσσερις μας στο εστιατόριο του αρχαιολογικού χώρου της Σαλαμίνας και μετά για καφέ στη Κώμα του Γιαλού. Το βράδυ, μέχρι αργά, στα συνηθισμένα στέκια. Λέγαμε πως βαρεθήκαμε το στρατό και τα τετριμμένα, ανυπομονούσαμε να τελειώσει αυτή η ανόητη υποχρέωση και να φύγουμε για σπουδές στο εξωτερικό, αυτός στην Αγγλία κι’ εγώ στην Ιταλία. Περάσαμε μια ωραία βραδιά, κοιμηθήκαμε αργά και ξυπνήσαμε πολύ νωρίς, Δευτέρα 15 Ιουλίου για τα πόστα μας.
Συναντηθήκαμε ξανά την επομένη Τετάρτη. Είχε μάθει πού βρισκόμουνα και μια που είχε περισσότερη άνεση κινήσεων, πέρασε να με δει. Μιλήσαμε για λίγο άλλα δεν προγραμματίσαμε τίποτα. Αυτά πού ακούω, μου λεει, δεν είναι καλά. Και όλα τριγύρω είναι χάλια, δεν ξέρει κανείς τι κάνει. Να ελπίζουμε να μην μας έλθει κανένα κακό.
Δεν καταφέραμε να βρεθούμε ξανά, στις 22 του ίδιου μήνα σκοτώθηκε, το έμαθα την μεθεπόμενη.
Γιατί σκοτώθηκε;
Και μην τολμήσει κανείς να μου πει για αριστερούς και δεξιούς γιατί δεν θα πάρω.
Thursday 10 July 2008
Αμετροέπεια
Επαναλάβετε μετά από μένα:
- Νε-ρά-κι,
πέστε το ξανά,
- Νε-ρά-κι,
Μπράβο-μπράβο, καταφέρατε να πείτε το νερό νεράκι! Και εις ανώτερα.
Με τον καιρό θα μπορέσετε ίσως να καταλάβετε και την σημασία που έχει για την διατήρηση της ζωής σ’ αυτόν τον πλανήτη.
Ας αρχίσουμε με το τι συνέβη κάποτε σ’ ένα νησί που το λένε Κύπρος. Μπορείτε να το δείτε στο χάρτη, είναι ένα ομόσπονδο κράτος στην Ανατολική Μεσόγειο, μέλος της Ευρωπαικής Ένωσης με πληθυσμό διακόσες πενήντα χιλιάδες. Κάποτε στο νησί υπήρχαν γύρω στο ένα εκατομμύριο κάτοικοι αλλά οι περισσότεροι μετανάστευσαν σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, κυρίως τις παραδουνάβιες όπου υπάρχει ακόμα νερό.
Οι κάτοικοι της Κύπρου, κατάφερναν πάντοτε να επιβιώνουν χωρίς λεφτά και χωρίς νερό. Όλα τα χρήματα που χρειάζονταν ή νόμιζαν πως χρειάζονταν, τα έπαιρναν δανεικά από τις τράπεζες και όλο το νερό που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν για οποιοδήποτε λόγο, είτε για τις πισίνες τους είτε για τα γήπεδα γκόλφ, το πλύσιμο των πεζοδρομίων, των αυτοκινήτων και των γαιδάρων τους, το έπαιρναν από όποια τρύπα έβγαζε νερό.
Είχαν όμως μιαν σημαντική βροχόπτωση κάθε χειμώνα χάρις στις εβδομαδιαίες δεήσεις που έκαμνε ο μέγας αρχιερέας. Ως που μια μέρα, ο μέγας αρχιερέας, επειδή φορολόγησε η κυβέρνηση τα έσοδα από τις επιχειρήσεις του σε ξενοδοχεία, μεταλλεία, τράπεζες, κτήματα, κ.α., τα μάζεψε όλα κι’ έφυγε για το Μονακό όπου κανείς δεν του ενοχλούσε την περιουσία. Η μόνη προυπόθεση που του έθεσε το πριγκηπάτο ήταν να παρευρίσκεται κάθε χρόνο στο γκραν-πρι του Μονακό και να παίζει τουλάχιστο μια φορά την βδομάδα στο τοπικό καζίνο φορώντας την μεγάλη του στολή και υπογράφοντας τις τραπεζικές επιταγές, όταν έχανε, με κόκκινο μελάνι.
Το χριστεπώνυμο τότε πλήρωμα της εκκλησίας, πρωτοστατούντων των καλογριών και καλογήρων που ήδη διοικούσαν τα πλείστα χρηματοοικονομικά ιδρύματα του νησιού, αφού ναύλωσε αεροσκάφη από την Emirates, δημιούργησε αερογέφυρα που μετέφερε περί τις επτακόσιες χιλιάδες κατοίκους στο Μονακό, το Λιχτενστάιν, τον Άγιο Μαρίνο και τις Ανδόρες. Α! Ξέχασα να σας πω, ότι μόλις δημιουργήθηκε το ομόσπονδο κυπριακό κράτος, όσοι φοβόντουσαν ότι οι συγκάτοικοι τους της άλλης εθνότητας και θρησκείας, θα τους έπαιρναν μέρος της περιουσίας τους σε φόρους, αφού θα μετείχαν κι’ αυτοί της διακυβέρνησης του νέου κράτους, άρα και του γραφείου είσπραξης φόρων, αποφάσισαν σιγά-σιγά και ταπεινά, να χρισθούν κληρικοί ή να γίνουν καλογριές και καλόγηροι, με αυξημένα, εννοείται δικαιώματα που απορρέουν από τον νέο και βελτιωμένο μοναστικό κώδικα συμπεριφοράς. Γέμισε τότε η Κύπρος με Άγιες Τράπεζες, Άγια Χρηματιστήρια, Άγια Καμπαρέ, Καφέ, Εστιατόρια, Αγιο-εγκεκριμένους λογιστές και δικηγόρους και Πανάγιους βουλευτές. Απ’ εκεί, μετά την ομαδική μετανάστευση, ξαπλώθηκαν σ΄ όλη την Ευρώπη, γι’ αυτό και σήμερα οι κάτοικοι της Ευρώπης μόλις δουν Κύπριο του αρχίζουν τις χριστοπαναγίες.
Στο νησί έμειναν μόνο όσοι την είχαν πολύ βαθιά την διάτρησή τους και μπορούσαν να αντλούν νερό, όπως κατάφερναν κάποτε να αντλούν ψήφους από τους βαθιά γηρασμένους και από τους βαθιά πλούσιους. Αυτό αποτελούσε εκπλήρωση των μακροχρόνιων σκοπών και στόχων του βαθέος κυπριακού κράτους που επί χρόνια ποδηγετήτο από την συγκεκριμένη όμάδα, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιζαν ο εκ τράκκας λαθροβιών Άσσος Δόπουλος μετά της οικογενείας του, τους κουμπάρους, συγγενείς και άλλους σφογκοκωλάριους και οι οποίοι είχαν σαν κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα την υπεροψία, αλαζονεία, μεγαλομανία και προ παντός την αμετροέπεια.
Monday 7 July 2008
Το κολοκάσιν εν να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει
Ανταν τζι’αρκέψαν οι κρυφοί ανέμοι τζαι φυσούσαν, εφόρτωσεν μιαν κοφίνα κολοκάσι τζι’ επήεν εις την Σύγκρασην. Φτάνοντας στο χωρκόν, επέζεψεν έσσω του φίλου του το Χασάνη. Η γεναίκα του άμαν τον είδεν νάρκεται τζαι να κουβαλά τζαι το κολοκάσιν, έβαλεν τον τζι΄έκατστεν στον ηλιακόν, έκαμεν του καβέν τζι’ εβούρησεν να φωνάξη τ’ άντρα της. Τζιείνος έμεινεν μόνος του τζι΄επερίμενεν. Αμμά έν τζ΄άντεχεν τζαι πολλά δίχα να κάμνει τα κεβεσεκλίκια του. Όπως τον δκιάολον που άμαν έν είσιεν δουλειές έκαμνεν άλλα πράματα...
Ώς που νάρτουν έσσω ο Χασάνης με την γεναίκα του, έβκαλεν το κολοκάσι που την κοφίνα, έχωσεν το μες το δισάτσιιν του γαδάρου, τζαι γιόμωσεν την κοφίνα πέτρες. Εσσιέπασεν την με μιάν σακκούλα τζιάφηκεν πόξω έναν μάππον κολοκάσιν που τον έβαλεν μές την κοφίνα, πουπάνω που την σακκούλλαν.
Ο Χασάνης, πρώτα-πρώτα εφίλησεν του το σιέριν τζι΄είπεν του καλοσώρισες μάστρε-Φιλιππό, ήντα καλός αέρας σε φέρνει στο χωρκό μας; Έν τζαι περίμενεν να του απαντήση, έφερεν όλόισια την κολοκούαν με το ζούκκι τζι΄εγέμωσεν δκυό καντίλλες ξύσιηλες. Ύστερις, ένεψεν της Αισιές να ρκέψη να φέρνει μεζεκλίκια να τσιμπήσουν.
Άμαν εφάαν τζι’ είπιαν καλά-καλά, λαλεί του ο μάστρε-Φιλιππό, ρέ Χασάνη, τζείν το κολοκάσιν που μου πεψες προχτές στο Τρίκωμο επαττάλεψεν. Αλόπως έν έβαλες με τον παπάν με τον χότζια να του δκαιβάσουν, τζι΄ως που να το φέρει ο μισταρκός σου έσσω μου εγένικεν ούλλον πέτρα! Ίσια-ίσια που εκατάφερα τζαι γλύτωσα έναν μάππον, εφώναξα άξιππα τον παπα-Ιωάννην τζι΄εβλόησεν τον τζι’ έφερα τον να σου τον δείξω. Το άλλον ούλλον εγένηκεν πέτρα τζι΄εν εψήννετουν. Έβαλα το μές την κοφίνα τζι’ εφερα το να του κάμεις τίποτε γιατί έτσι πούναι, έν φελά.
Αμάν καίσιην, μάστρε-Φιλιππό, ήνταν πον τούτον το κακό που πάθαμεν; Γλύωρα ρά Αισιέ, α που να σ΄εχω στον θεόν μ' αγκαλεμένην που με ξυνέρισες με τες πελλάρες σου, φωναξε σου του χότζια να φωνάξω τζαι γιώ του παπά πέρκει κάμουν τίποτε γιατί ήντα μούτρα έν νάχουμεν να δούμεν κατάμματα τον μάστρε-Φιλιππό ξανά; Τζι’ ούλον μας το μάλιν αν γρειαστεί εν να το δώκουμεν του παπά τζαι του χότζια για να βλοήσουν τες πέτρες να ξαναγενούν κολοκάσιν. Που να πάμεν να σταθούμεν, ήντα μούτρα εν νάχουμεν, γλύωρα αντάκωνε τζι έν έχουμεν ώραν.
- Μέν φοάσαι μάστρε-Φιλιππό, έν να το κάμουμεν κολοκάσιν πάλε, τζι’ εν να σου το φέρω γιώ με το κτηνό μου ύστερις στο Τρίκωμο. Λάμνε να χαρείς έσσω σου, γιατί έτσι ρεζιλίκκι πού παθα, τζαι να σ’ έχω δαμαί να σε θωρώ τζιά ν’ αντρέπουμε περίτου έν το σώννω. Λάμνε, να χαρείς, τζι΄αλληξανά έτσι χαττάν εν τον παθαίννω, πρώτα εν να μου το βλοά ο παπάς τζι ο χότζια, τζι΄ύστερις εν να σου φέρνω το κολοκάσι.
Το κολοκάσιν εν να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει, γιατί σσιέπει το που τ’ άψη ο Θεός μας!
Thursday 3 July 2008
Thursday 19 June 2008
Για μένα η μέρα άρχισε κάπως μουδιασμένα. Ήταν ζέστη και δεν φυσούσε, η έλλειψη όμως υγρασίας στη Λευκωσία έκανε την μέρα σχετικά υποφερτή. Βαριόμουν να κάνω το ταξίδι μέχρι την Αμμόχωστο. Το αυτοκίνητο δεν θα έτρεχε πολύ και ο πατέρας όντας πάντοτε ιδιαίτερα προσεκτικός, θα πήγαινε ακόμα πιο αργά από άλλες φορές για να προστατεύσει τον γιο του. Μόνο άμα πηγαίναμε για ψάρεμα τα Σαββατοκύριακα βιαζόταν να φθάσει στο προορισμό μας το συντομότερο. Έτσι ανέβαλα το ταξίδι για μια μέρα. Φύγαμε από την κλινική την Τρίτη το πρωί και λίγο πριν από το μεσημέρι πρωτοαντίκρισα την θάλασσα της Αμμοχώστου. Κατεβήκαμε στη γλώσσα και είδαμε την καινούργια βάρκα του πατέρα. Είχε κουπιά, πανιά και μια μικρή μηχανή και το Σαββάτο πρωί-πρωί θα πηγαίναμε για ψάρεμα στην Περνέρα. Ήπιαμε ένα ποτό με τον Χάλο, φάγαμε κι’ ένα μεζεδάκι και πήγαμε στο σπίτι. Δεν είχαμε χρόνο για ψάρεμα, ήταν και μεσημέρι, ο ήλιος δυνατός, είπαμε να τ’ αφήσουμε για αργότερα. Στο σπίτι, τα συνηθισμένα. Καθίσαμε για λίγο στη βεράντα, περπατήσαμε στο κήπο κάτω από την κληματαριά και μετά ξαπλώσαμε. Πάντα ξαπλώναμε το μεσημέρι τα καλοκαίρια. Ένας υπνάκος ήταν αναγκαίος για να έχουμε δυνάμεις για το βράδυ όπου θα πηγαίναμε στο Αλάσια με φίλους για μεζεδάκια. Πόσο μου άρεσε η ταχίνη που έφτιαχναν, καλά κτυπημένη, με αρκετό λεμόνι και με λίγα φιλαράκια φρέσκο μαϊντανό. Απόλαυση!
Την άλλη μέρα το πρωί στο καφενείο ο πατέρας κέρασε τους καφέδες σ’ όλους τους φίλους και πήρε τα συγχαρητήρια για τον ερχομό μου. Μετά άνοιξε το μαγαζί αλλά δεν είχε και πολύ όρεξη για δουλειά. Πάντα προτιμούσε να ήταν στο ψάρεμα αντί για δουλειά αλλά το καλοκαίρι δεν κρατιόταν με τίποτα. Του μιλούσαν για παραγγελίες, για αποθήκες και φορτώσεις, μεταφορές εμπορευμάτων, για λογιστικά και άλλα της δουλειάς κι’ αυτός έδενε αγκίστρια στη πετονιά για κέφαλους, ή έβαζε βαρίδια για το παραγάδι. Αυτά ήταν τα σοβαρά πράγματα, όχι τα άλλα.
Το μεσημέρι φάγαμε μόνο καρπούζι. Ήταν ζέστη και προτιμήσαμε κάτι ελαφρύ προς μεγάλη απογοήτευση της μητέρας που είχε ετοιμάσει φρέσκα φασολάκια γιαχνί χωρίς κρέας γιατί ποτέ δεν μου άρεσε. Το δέχτηκε μόνο όταν την διαβεβαίωσα πως θα τα έτρωγα το βράδυ επειδή μου άρεσαν περισσότερο όταν ήταν κρύα. Της ζήτησα μάλιστα να φτιάξει και ταλατούρι που μου άρεσε πολύ και να βάλει αρκετό φρέσκο σκόρδο και δυόσμο. Μετά το μεσημεριανό καρπούζι πήγαμε για κολύμπι στη χρυσή ακτή όπως κάναμε τα πιο πολλά μεσημέρια. Δεν έφυγα με τον πατέρα, έμεινα στη θάλασσα και περπάτησα μέχρι το Ακταίον. Εκεί βρήκα τον Αντώνη και αφού περάσαμε από το Φάληρο πήγαμε στο υπόστεγο του Ναυτικού Ομίλου όπου ήταν και οι άλλοι φίλοι. Κολυμπήσαμε μέχρι τους βράχους, περπατήσαμε σ’ αυτούς με προσοχή μέχρι την άκρη και απ’ εκεί κολυμπήσαμε μέχρι την Καμήλα. Ο Φοίβος πέρασε με το ταχύπλοο μια-δυο φορές από μπροστά μας με κάτι τουρίστες αλλά ήταν πάντα προσεκτικός και δεν φοβόμαστε. Κοντά στη Καμήλα βουτήξαμε για τον συνηθισμένο διαγωνισμό όπου έπρεπε να βγάλουμε άμμο από τον βυθό για απόδειξη της βουτιάς στο πλήρες βάθος. Όταν γυρίσαμε στη γλώσσα δεν είχαμε όρεξη για άλλο παιγνίδι, τα μαζέψαμε και πήγαμε με τα πόδια στα σπίτια μας. Το βράδυ κάτι άλλο θα κάναμε. Και το άλλο πρωί, τα ίδια.
Friday 6 June 2008
Ποτέ πια πόλεμος
D–Day
Στις 6 Ιουνίου 1944, την προκαθορισμένη μέρα με την θρυλική επωνυμία D-Day, συμμαχικές δυνάμεις Άγγλων, Αμερικανών και Καναδών αποβιβάζονται ταυτόχρονα σε πέντε παραλίες της Νορμανδίας, ξεκινώντας την συμμαχική εισβολή στη Δυτική Ευρώπη. Τη ίδια ώρα, ο Σοβιετικός στρατός κρατά μεγάλο μέρος του Γερμανικού στρατού καθηλωμένο σε πολεμικά μέτωπα στην Ευρώπη. Αρχίζει έτσι η σταδιακή απελευθέρωση της Δυτικής Ευρώπης. Μέχρι το τέλος Αυγούστου, το Παρίσι είναι πια ελεύθερο.
Η συμμαχία ενάντια στο φασισμό του Χίτλερ, με πολύ ψηλό τίμημα που ακόμα πληρώνει η ανθρωπότητα, επιτυγχάνει τον σκοπό της. Ένα είναι το σύνθημα που επικρατεί:
ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΠΟΛΕΜΟΣ
Ας συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για την ΕΙΡΗΝΗ.
Thursday 29 May 2008
Κόκορας ή Γαίδαρος;
Ανοίξτε τ’ αφτιά σας όλοι και ακούστε με προσοχή. Ελάλησεν ο ευρο-κόκορας κ. Συλλούρης μετά την συνάντησή του με τον πρόεδρο και είπε:
«Η βασική μας διαφορά με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι ότι αυτά που είναι στο χαρτί της δήλωσης δεν τα ερμηνεύουμε μόνο εμείς, τα ερμηνεύουν και οι ξένοι, αντικειμενικοί και μη αντικειμενικοί, εχθρικοί ή ακόμα και η ίδια η Τουρκία...Άρα οι ανησυχίες μας συνεχίζουν να υπάρχουν...»
Ολέ! Κτυπάτε καμπάνες, ρίξτε τα τείχη να περάσει στην πόλη η μεγαλύτερη διάνοια των τελευταίων αιώνων. Ο οποίος, αγαπητοί μου, ανακάλυψε όλα τα τεκταινόμενα, και ξεσκέπασε όλους τους αγράμματους που ούτε μια ανακοίνωση δεν μπορούν να διαβάσουν. Και ναι, μας το είπε ξεκάθαρα και σταράτα με στεντόρεια φωνή, (τώρα να πω γαιδάρου ή κόκορα, δεν είμαι σίγουρος) πως ότι γράφει το χαρτί ΔΕΝ θα το ερμηνεύσουμε μόνο εμείς αλλά και άλλοι και μάλιστα, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα κατά τις έγκυρες πληροφορίες του κ. Συλλούρη, αυτά να τα ερμηνεύσει και ο εχθρός! Αλλά εσείς όλοι, αγράμματα κωθώνια, ούτε που το πήρατε χαμπάρι, μόνο περιμένατε να λαλήσει ο μεγάλος ευρο-κόκορας για να σας ανοίξει τα μάτια. Είμαι πια σίγουρος πως μια απ’ αυτές τις μέρες, ο μέγας διανοούμενος κ. Συλλούρης θα ανακαλύψει και την Τασσινόπηττα. (προσέξτε τα δύο σίγμα, δεν είναι τυχαία).
Monday 26 May 2008
Περί κοκόρων
Αυτά συνέβαιναν την τότε μακρινή εποχή. Τι να συμβαίνει άραγε στην σημερινή κόκορα-λαντ; Να σας εξηγήσω αμέσως. Κατ’ αρχήν, όπως κάθε πρωί, λαλούν τα κοκόρια. Κάπου-κάπου, λαλεί και κανένας Γιάννης, ή ο Συλλούρης.
Κατά το μεσημέρι, ο αρχι-παπάς, ελάλησε και με στόμφο εκατό κοκόρων είπε: Πώς είναι δυνατόν να επιτρέπουμε στο πρόεδρο της δημοκρατίας να παρακάθεται σε συνομιλίες και να συζητά συνταγματικά θέματα με τον Ταλάτ αφού δεν είναι δικηγόρος εγνωσμένου κύρους; Και συνεχίζει, πώς είναι δυνατόν να επιτρέπουμε στο πρόεδρο της δημοκρατίας να παρακάθεται σε συνομιλίες και να συζητά στρατιωτικά θέματα με τον Ταλάτ αφού δεν είναι μέγας στρατιωτικός και σε πολέμους δεν έχει ανδραγαθήσει; Αυτά είναι σοβαρά πράγματα, δεν μπορούμε να αφήνουμε τον κάθε μας πρόεδρο να καταβαραθρώνει (η λέξη δική του) το μεγάλο μας πρόβλημα με την ασχετοσύνη του. Πρέπει να λαλούμε καθημερινά για να μας ακούει και να συμμορφώνεται.
Ας αρχίσουμε λοιπόν, κατά τον μέγα αρχι-παπακόκορα, να ενημερώνουμε κάθε κότα, κάθε κοτούλα, κάθε κοκόρι αλλά και κάθε πετεινό για την ανάγκη να ακούσουμε με πολλή προσοχή και να ενεργήσουμε σύμφωνα με τα όσα ο μέγας πατριώτης, μέγας δικηγόρος, μέγας στρατιωτικός, μέγας συνομωσιολόγος, ο μέγας Κόκκορας (προσέξτε παρακαλώ τα δύο κάπα στο όνομα, δεν είναι τυχαία) μας κράζει από την γύστη του να πράξουμε.
Το δε κοκκοράκι, κι-κι-ρι-κι-κίιι...!
«... και βγαίνει ο μέγας τράγος, ο πρωταγωνιστής, μ’ ένα πριόνι στο χέρι...».
Σας θυμίζει κάτι; Α, μπα, σύμπτωση!
Sunday 25 May 2008
Ας είναι καλά τα λεφτά
Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Την εποχή που πολλοί γεύονταν τους καρπούς του τουρισμού και του πλούτου, αυτός ήταν υποχρεωμένος να βοηθά τον μεροκαματιάρη πατέρα του στην μικρή του επιχείρηση. Πάσκιζε ο πατέρας να θρέψει την πολυμελή οικογένεια και να ξεχρεώσει το σπιτάκι που έκτισε γι’ αυτήν, με τα σίδερα της κατασκευής να εξέχουν στην ταράτσα, έτοιμα για το κτίσιμο του σπιτιού της κόρης από πάνω, όταν ερχόταν η ώρα.
Ήταν όμως πολύ καλός μαθητής και ο πατέρας ήταν αποφασισμένος να τον στείλει για σπουδές στην Αγγλία όπου είχε στενούς συγγενείς που ήλπιζε πως θα βοηθούσαν και τον γιό του με κάποιο τρόπο. Ήταν και ο μεγαλύτερος του γιος ήδη εκεί όπου δούλευε στο μανάβικο του από χρόνια εγκατεστημένου στο Λονδίνο αδελφού του.
Διαπρέπει όπως αναμενόταν και στο πανεπιστήμιο αν και αναγκασμένος να δουλεύει συγχρόνως στο εστιατόριο του πιο μακρινού θείου. Η εισβολή στη Κύπρο τον βρίσκει στο στάδιο που ετοιμαζόταν να αρχίσει μεταπτυχιακές σπουδές. Αγωνία και φόβος έγιναν οι μόνιμοι του συγκάτοικοι εκείνες τις δύσκολες μέρες μέχρις ότου έμαθε πως όλη η οικογένεια ήταν καλά. Αναγκάστηκαν βέβαια να εγκαταλείψουν το σπίτι τους μαζί με άλλες διακόσιες περίπου χιλιάδες ομοιοπαθείς άλλα ήταν τουλάχιστον καλά, φιλοξενούμενοι από συγγενείς σε άλλη πόλη.
Με την βοήθεια του θείου και του μεγαλύτερου αδελφού, τελειώνει με άριστα την μεταπτυχιακή εκπαίδευση και χωρίς χρονοτριβή επαναπατρίζεται και εργοδοτείται από μια μεγάλη εταιρεία. Γρήγορα στρώνεται στη σκληρή δουλειά και αρχίζει να βοηθά όπως μπορεί τους γονείς και τα μικρότερα του αδέλφια που ήταν σειρά τους τώρα να φύγουν για σπουδές με την γνωστή στην οικογένεια μέθοδο της συσχέτισης των σπουδών με δουλειά σε κάποιο συγγενή στο Λονδίνο.
Γρήγορα γίνονται γνωστές οι επαγγελματικές του ικανότητες και άλλες εταιρείες τον κυνηγούν να δουλέψει μαζί τους με περισσότερα λεφτά. Μετακινείτε σε μια απ’ αυτές όπου σύντομα αναλαμβάνει μια από τις διευθυντικές θέσεις. Συγχρόνως, προσπαθεί να ανασυντάξει και την προσωπική του ζωή που είχε σχεδόν ξεχάσει τόσα χρόνια. Ξαναβρίσκει παλιούς φίλους και γνωρίζει καινούργιους, κτίζει σχέσεις και φιλίες που βασίζονται σε αλληλοκατανόηση και αλληλοβοήθεια. Τέτοιοι φίλοι του ήταν πολύ χρήσιμοι και για την εξέλιξη της καριέρας του και είναι με αυτό το τρόπο που κατάφερε να βρει και τις διάφορες δουλειές, την μια καλύτερη από την άλλη, που στα λίγα χρόνια που άρχισε να δουλεύει τον είχαν ήδη καταξιώσει στο επάγγελμα του.
Και τότε γίνεται το κάτι που αλλάζει την ζωή του. Μια διαπροσωπική διαφορά τον αναγκάζει να διαλέξει ποιόν από τους εργοδότες του θα ακολουθήσει μετά από τον εταιρικό χωρισμό. Διαλέγει, όπως εκ των υστέρων τα πράγματα έδειξαν, το καλύτερο άλογο. Τότε ήταν που στρώθηκε στην δουλειά νυχθημερόν. Ούτε σαββατοκύριακα ούτε γιορτές και ούτε βράδια βεβαίως δεν είχε πια ελεύθερα. Άρχισε όμως να παίρνει αυτό που πάντα αποζητούσε, πολλά λεφτά. Γιατί αυτό είχε βάλει σαν στόχο και είχε σαν όνειρο τις δύσκολες μέρες των νεανικών του χρόνων.
Το συνοικέσιο απεδείχθη και αυτό προσοδοφόρο. Εδώ θα πρέπει να μιλάμε και για αγάπη, αλληλοκατανόηση και αλληλοεκτίμηση, τιμιότητα στη συζυγική σχέση και τα τοιαύτα, όμως ας τα αφήσουμε για την ώρα γιατί έχουν ήδη εισχωρήσει στη ζωή του ήρωα μας τα μικρόβια της σημερινής κυπριακής κοινωνίας, δηλαδή το εύκολο κέρδος, η σπουδαιότητα των υψηλών γνωριμιών, οι φιλίες με πρόσωπα που του είναι χρήσιμα και φυσικά η απομάκρυνση από τους παλιούς φίλους και γνωστούς που τον βοηθούσαν όταν τους είχε κάποτε ανάγκη, σαν φίλοι και χωρίς καμιά ιδιοτέλεια.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η περιουσία του αυξάνεται με αλματώδη πρόοδο και έχει αποκτήσει μια οικογένεια που τον αγαπά αλλά και τον φοβάται και συνεχίζει όταν του επιτρέπει η δουλειά, στην οποία εξακολουθεί να αφιερώνει τον περισσότερο του χρόνο, να βλέπει τους φίλους που έχουν πια σημασία γι’ αυτόν λόγω της κοινωνικής και οικονομικής τους θέσης. Αυτά όμως έχουν και τα αρνητικά τους που όχι μόνο τα γνωρίζει σαν πολύ έξυπνο άτομο που είναι αλλά και τα εμπιστεύεται σε κανένα παλιό φίλο όταν η τύχη τον φέρει κοντά, που είναι η απρόσωπη του και πολλές φορές απαξιωτική συμπεριφορά προς φίλους, συνεργάτες και γνωστούς που παλιά έβλεπε με πιο ανθρώπινο μάτι.
Είναι όμως τώρα ικανοποιημένος γιατί έχει αποκτήσει πολλά λεφτά !