- Ρε Νικόλα, τον καφέ μου.
- Μα, πρόεδρε, έφερα τον τζ’ είπιες τον.
- Είπα σου, άμα τον φέρνεις να μου το λαλείς.
- Μα αφού τον είπιες, πρόεδρε.
- Τζαι πού θέλεις να το ξέρω ρε Γιαννή; Είπες μου το;
- Νικόλας, πρόεδρε, όι Γιαννής.
- Δηλαδή, είπιε τον καφέ μου ο Νικόλας;
- Όι, πρόεδρε, λαλούν με εμένα Νικόλα, όι Γιαννή.
- Τζαι τι με κόφτει πως σε λαλούν; Εγιώ εν τον καφέ μου που θέλω.
- Να σου κάμω άλλον πρόεδρε, δκυό λεπτά.
- Πασσιά, όι λεπτά. Να βάλεις φετζάνι με πασσιά σιείλει.
- Τα φετζάνια μας εν του λαϊκού, πρόεδρε, κάμνουσιν;
- Τα λαικά μόνο ζημιάν κάμνουσι, λάωσε ποτζεί, λάωσε ποδά, εν έμεινεν λάιν να ‘ψουμεν καντήλι.
- Ε, κάμε νάκκον κράτει, πρόεδρε, άηκε τζαι τίποτις για λλόου μας.
- Ήντα που ‘μεινε ν’ αήκουμεν, ρε Γιαννή, άφηκεν μας τίποτε ο πίσκοπος; Εσήκωσεν τζαι τα καντήλια.
- Νικόλας, πρόεδρε, όι Γιαννής.
- Τζ’ ο Νικόλας, γιατί τζείνος εν καλλύτερος;
- Όι, πρόεδρε, εγιώ είμαι ο Νικόλας.
- Ναι, ε ννα μου γελάσεις πάλε πως είπιεν το καφέ μου ο Νικόλας.
- Πρόεδρε, πάω να φέρω τα φυστούτζια που σ’ αρέσκουν.
- Πήαιννε, τζαι φέρμου τζαι τον καφέ μου σαν έρκεσε. Πέρκει έβρεις τον δρόμο τούντη στράτα.
- Πρόεδρε, σφύρα τζ’ έρκουμε.