Ησυχία, παρακαλώ, η
παράσταση αρχίζει.
Ο θεός, που έχει κι
ένα εκλεπτυσμένο γούστο, λάτρης που είναι των καλών τεχνών και τσίφτης, μη
έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνει μ’ αυτόν τον παλιόκαιρο είπε να ξεκουραστεί
παρακολουθώντας το αγαπημένο του σήριαλ από τον μαλακό καναπέ του, πρώτο
σύννεφο, ακριβώς φάτσα μπροστά στα διαδραματιζόμενα επί του ομφαλού της
γης. Πέφτουν οι πρώτοι τίτλοι και αρχίζουν να παρελαύνουν ο ένας πίσω από
τον άλλο οι πρωταγωνιστές. Αίφνης, τα πάντα έλαμψαν. Η ορατότης στο ζενίθ
και άγγελοι ηχούν μακριές τρομπέτες σε διφωνία. Τα όρνεα του ουρανού, φεύγουν
από την μέση και παίρνουν θέση γύρω-γύρω από το κάδρο σχηματίζοντας θυρεό, στην
μέση του οποίου εμφανίζεται ως δια μαγείας, κλάδος ελαίας και πιο πίσω,
γαλάζιος σταυρός εν τω μέσω ενός κόκκινου σφυροδρέπανου.
Οι σάλπιγγες ηχούν
ξανά και ένα μαύρο φτερωτό αυτοκίνητο γερμανικής κατασκευής ρίχνει σχοινί και
πιάνεται από το σύννεφο δίπλα ακριβώς από τον καλό θεούλη. Βγαίνει από την
μπροστινή πόρτα ένας κατάξανθος φουσκωτός, ανοίγει την πίσω πόρτα από όπου
βγαίνει κουνάμενη-συνάμενη η κυρία Μέρκελ. Μεγαλοπρεπής, όμορφη και σφριγηλή,
με τα κόκκινα μαγουλάκια της, ρίχνει ένα υπο-χαμόγελο σκύβοντας συγχρόνως ελαφρώς
και με πολλή νάζι το κεφάλι προς τα αριστερά, και ωσάν να ευρίσκετο στο σπίτι της,
κάθεται στο άλλο σύννεφο, κολλητά στα δεξιά του καλού θεούλη, χωρίς να κρύβει
την ντροπαλότητα της. Με το που κάθεται όμως, βάζει μια φωνή: «Halt,
σταματήστε! Να μην αρχίσει η παράσταση μέχρις ότου σας πω εγώ».
Γυρνάει το κεφάλι
στα δεξιά ο καλός θεούλης και της λέει, «καλά, εγώ κάλεσα την Βάνα Μπάρπα να
μου κάνει παρέα σήμερα, εσύ τι μου θέλεις και κοντο-συνάχτηκες εδώ; Άντε κυρία
μου στη κουζίνα σου να φτιάξεις κανένα μουσακά βετζετάριαν και άσε μας.
Σάστισε, προς στιγμής,
μονάχα για μια στιγμή όμως, και μόλις συνήλθε από το ξάφνιασμα του λέει «μα
καλέ θεούλη, είναι δυνατό να προτιμάς την Βάνα από εμένα; Ποιος θα μπορούσε να
σου εξηγήσει καλύτερα το βαθύτερο νόημα της παράστασης από εμένα που όχι μόνο
τα ξέρω όλα αλλά και τα κάνω όλα; Είμαι η Μέρκελ η ναζιάρα, τα κάνω όλα εγώ!»
«Σκάσε», βροντοφωνάζει
ο θεούλης που μόνο καλό δεν θα μπορούσες να τον έλεγες με το ύφος που φόρεσε, «και
ρίξε κανένα δυνατό άρωμα Christian Dior να φύγει αυτή η μπόχα από τα
λουκάνικα και την μπύρα από το στόμα σου και λέγε γιατί είσαι εδώ»
«Μα, εδώ δεν είναι
η θέση μου;», αμολάει αυτή, « η θεά δεν κάθεται δεξιά του θεούλη; Μπορεί εσύ να
μην τα ξέρεις αυτά, όλος όμως ο κόσμος εκεί κάτω που εσύ βαριέσαι να βλέπεις
και που έχεις εγκαταλείψει στο έλεος του θεού, γνωρίζει πως εγώ κάνω ότι θέλω,
είμαι θεά και είμαι εδώ να σου εξηγήσω το νόημα όλων αυτών που σε λίγο θα
παρακολουθήσεις. Αυτά, λοιπόν, που βλέπεις δεν είναι τίποτα άλλο από μια παλιά
ταινία grand guignol που επαναλαμβάνεται. Κάτσε καλά,
βλέπε και άκουγε» και χτυπώντας δυνατά παλαμάκια φωνάζει στον φροντιστή σκηνής
να ανοίξει η αυλαία.
Αυτό που εμφανίζεται
είναι ένα μαύρο σύννεφο και φωνές ν’ ακούγονται από πίσω χωρίς κανείς να
φαίνεται. Αφουγκράζεται ο καλός θεούλης να ακούσει καλύτερα και μια που είναι
θεός και όλα τα ξέρει, αντιλαμβάνεται ότι είναι δύο πενταφωνικές χορωδίες που
έχουν πάρει τις δύο άκρες τ’ ουρανού και τραγουδούν παράφωνα, σε πενταφωνίες
πάντοτε, διαφορετικά άσματα η κάθε μία. Στην μεν ξεχωρίζουν τα βαρύτονα μέλη με
φράσεις που τελειώνουν σε «τράπεζες» και στην άλλη ξεχωρίζουν υψίφωνοι καστράτοι
να κελαηδούν φράσεις που τελεύουν σε «κυβέρνηση».
Γυρνάει το κεφάλι δεξιά
ο θεούλης και λέει, «Ρε διάολε, παρντόν, ρε Μέρκελ, τι κάνουν αυτοί;» «Αυτά»,
του λέει ο άλλη, «αυτά που κάνουν πάντα. Τα βρακιά τους καίγονται κι αυτοί
τραγουδάνε παράφωνα. Αντί να δουν πού θα βρούνε λεφτά μην πεθάνουν από πείνα,
τσακώνονται για το ποιος πήρε περισσότερα δανεικά. Αμ δεν θα τους αφήσω έτσι εγώ.
Με την άδειά σου, θα πάρω το αστροπελέκι που έχεις στη ζώνη και θα τους το ρίξω
μπας και καταλάβουν ότι πρέπει να σκεφθούν αλλιώτικα.»
«Τι μας λες βρε κακοβαμμένη
παχιά κότα, μόνο εγώ ρίχνω αστροπελέκια εδώ, μην το παραχέσουμε κιόλας. Εσύ να
τα κάνεις αυτά στην κουζίνα σου στην ευρώπη και να μην ανακατεύεσαι» και
φωνάζοντας κάποιον που τον έλεγαν Ερμή και είχε φτερά στα πόδια, του λέει «
τρέξε κάτω, και πες τους πως αποφάσισα να σώσω την νήσον των αγίων από όλους
αυτούς που επιβουλεύονται την ευτυχία της». Και τρέχει ο άλλος, αλλά στο
δεύτερο πέταγμα τον προλαβαίνει και του λέει, «πες τους όμως ότι για να το κάνω
αυτό, θα πρέπει να αφήσουν τις σάχλες, να τα βρούνε με την τρόικα και να
αρχίσουν να μαζεύουν λεφτά να πληρώσουν τα δανεικά. Και ξαναφεύγει ο Ερμής, και
τον φωνάζει πάλι πίσω, «πού ‘σαι», του λέει, «να τους πεις να κάνουν γρήγορα,
μην το ρίξουμε πάλι στις Πυθίες και άλλα τέτοια αηδή, να αποφασίζουν τώρα που
βράζει το σίδερο.
Το βουητό από κάτω
όλο και μεγάλωνε. Ρίχνει τότε ένα αστροπελέκι, ο θεούλης, και ποιός είδε τον
θεό και δεν το φοβήθηκε. «Σκάστε ρεεέ», τους φωνάζει, «αφήστε τις σαχλαμάρες
και αποφασίστε γι αυτό που σας μήνυσα με τον φτεροπόδαρο γιατί θα σας πάρει και
θα σας σηκώσει. Δεν θα κάτσω εγώ εδώ να περιμένω πότε θα θελήσετε να μπαλώσετε
τα βρακιά σας. Θα πάω για μπάνια στη Χαβάη και θα αφήσω αυτή την χοντρέλο την
Μέρκελ στη θέση μου και ο σώζων εαυτόν σωθείτω».
Γέρνει στο δεξί
πλευρό ο καλός θεούλης, τραβάει και μια εμπριμέ κουβέρτα στα πόδια να μην
κρυώνει και παίρνει έναν υπνάκο, αυτόν του δικαίου. Όνειρα αυτός δεν βλέπει,
ξέρετε εσείς. Τι να δει εξ’ άλλου, ότι βρίσκεται στο δωμάτιο του η Scarlet Johansson και παίζει άρπα, αφού όποτε θέλει την φωνάζει
και αυτή έρχεται, με άρπα ή χωρίς άρπα.
Αυτός που ήλθε, δεν
ήταν ούτε η Scarlet Johansson ούτε κανένα άλλο μυθικό πρόσωπο, ήταν ο Ερμής
που έστειλε για να τους πάει το μήνυμα. Μα τι Ερμής ήταν αυτός,
ξεπουπουλιασμένος, χωρίς τιράντες, με σκισμένο ιμάτιο και ένα μάτι μαύρο. « Πως
είσαι έτσι ρε μούτρο; Καυγάδιζες πάλι με τους εβραίους για τα πετρέλαια;» «Όχι,
αρχιμάστορα», του λέει, «πήγα και τους είπα όπως με ορμήνεψες. Στην αρχή τους
φάνηκε πως εύκολα θα τα βρίσκανε, ύστερα όμως τους πιάσαν τα δύσκολα. Κρατάει ο
καθένας από ένα αριθμητήριο και φωνάζει «όλα αυτά μας τα χρέωσαν οι τραπεζίτες»,
ο άλλος , «να δείρουμε την τρόικα και να την στείλουμε σπίτι της.» Νόμισα πως
δεν άκουσα καλά και τους ξαναρώτησα. Τότε ήταν που με πήραν με τις πέτρες.
«Σταθείτε», τους λέω, ο μεγάλος είπε να αρχίσετε να μαζεύεστε, να τα βρείτε με
την τρόικα και να αρχίσετε να πληρώνετε τα χρωστούμενα και προ πάντων, λέει, να
μην τα βάζετε με απεσταλμένους - έδωσα έμφαση σ’ αυτό για να γλυτώσω και το
δικό μου τομάρι, τρομάρα μου». «Και τι έχουν αποφασίσει Ερμάκο;» «Α! Δεν είναι
έτοιμοι ακόμα. Περιμένουν λένε τον μαύρο βράχο να τους πει ένα αριθμό. Εν τω
μεταξύ, έχουν καθίσει όλοι γύρω-γύρω και παίζουν την κολοκυθιά. Ο ένας λέει φταίει
ο Χριστόφιας, ο άλλος όχι, φταίει ο Ορφανίδης, άλλος ο Αναστασιάδης, άλλος ο Λιλλήκας, ένας είπε ο Νταβούταγλου, άλλος
πάλι ο Γιοβάνοβιτς, ξέρεις εσύ, ένας το μακρύ του άλλος το κοντό του. Θα με
φωνάξουν, λένε, άμα είναι έτοιμοι. Εγώ, όμως, δεν ξαναπάω. Δεν μπορώ να
καταλάβω τι λένε και κινδυνεύω. Άμα θες πήγαινε εσύ γιατί αυτοί, ο θεός να
κατεβεί, δεν πρόκειται να τα βρούνε και πάλι εμένα θα πάρουν στο κυνήγι».