Alleluia! Ο θεός ούτε αρσιβαρίστας είναι ούτε ξέρει να παίζει ζάρια. Είναι ένας απλός και μοναχικός θεούλης που μή έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνει μ’ αυτόν τον παλιόκαιρο είπε να ξεκουραστεί παρακολουθώντας το αγαπημένο του σήριαλ από τον καναπέ του, πρώτο σύννεφο, ακριβώς φάτσα μπροστά στα διαδραματιζόμενα επί του ομφαλού της γης. Πέφτουν οι πρώτοι τίτλοι και αρχίζουν να παρελαύνουν ο ένας πίσω από τον άλλο οι πρωταγωνιστές. Αίφνης, τα πάντα έλαμψαν. Η ορατότης στο ζενίθ και άγγελοι ηχούν μακριές τρομπέτες σε διφωνία. Τα όρνεα του ουρανού, φεύγουν από την μέση και παίρνουν θέση γύρω-γύρω από το κάδρο σχηματίζοντας θυρεό, στην μέση του οποίου εμφανίζεται ως δια μαγείας, κλάδος ελαίας και πιο πίσω, γαλάζιος σταυρός εν τω μέσω ενός κόκκινου σφυροδρέπανου. «Θαύμα-θαύμα», ανέκραξε και φωνάζοντας κάποιον που τον έλεγαν Ερμή και είχε φτερά στα πόδια, του λέει « τρέξε κάτω, και πες τους πως αποφάσισα να σώσω την νήσον των αγίων από όλους αυτούς που επιβουλεύονται την ευτυχία της». Και τρέχει ο άλλος, αλλα στο δεύτερο πέταγμα τον προλαβαίνει και του λέει, «πες τους όμως ότι για να το κάνω αυτό, θα πρέπει ένας από τους πρωταγωνιστές, όχι κομπάρσους, να θυσιαστεί». Και ξαναφεύγει ο Ερμής, και τον φωνάζει πάλι πίσω, «πού ‘σαι», του λέει, «να τους πείς να κάνουν γρήγορα, μην το ρίξουμε πάλι στις Πυθίες και άλλα τέτοια αειδή, να αποφασίζουν τώρα που βράζει το σίδερο και να μην μιας πάρουν οι ζέστες του καλοκαιριού».
Κάθεται, λοιπόν, ο καλός θεούλης και περιμένει την επόμενη σκηνή. Περιμένει, και περιμένει αλλά το μόνο που βλέπει είναι ένα μαύρο σύννεφο και φωνές ν’ ακούγονται από πίσω χωρίς κανείς να φαίνεται. Αφουγκράζεται να ακούσει καλύτερα και μια που είναι θεός και όλα τα ξέρει, αντιλαμβάνεται ότι είναι δύο πενταφωνικές χορωδίες που έχουν πάρει τις δύο άκρες τ’ ουρανού και τραγουδούν παράφωνα, σε πενταφωνίες πάντοτε, διαφορετικά άσματα η κάθε μία. Στην μέν ξεχωρίζουν τα βαρύτονα μέλη με φράσεις που τελειώνουν σε «ναι» και στην άλλη ξεχωρίζουν ηψίφωνοι καστράτι να κελαηδούν φράσεις που τελεύουν σε «όχι».
Γυρνάει το κεφάλι πίσω και λέει, «Ρε διάολε, τι κάνουν αυτοί;» «Αυτά», του λέει ο άλλος, «αυτά που κάνουν πάντα. Τα βρακιά τους καίγονται κι αυτοί τραγουδάνε παράφωνα. Αφού, να σκεφτείς, τα καζίνο και τα μπούκικα που τους έστεισα, παρόλο που τα φόρτωσα και με ωραίες γκομενίτσες, άδεια είναι. Ούτε τα νοίκια δεν βγάζουμε πια. Έχουν βγεί έξω και το μόνο που κάνουν είναι να τραγουδάνε».
Ρίχνει ένα αστροπελέκι, που λέτε, ο θεούλης, και ποιός είδε τον θεό και δεν το φοβήθηκε. «Σκάστε ρεεέ», τους φωνάζει, «αφήστε τις σαχλαμάρες και αποφασίστε γι αυτό που σας μήνυσα με τον φτεροπόδαρο γιατί θα σας πάρει και θα σας σηκώσει. Δεν θα κάτσω εγώ εδώ να περιμένω πότε θα θελήσετε να σας σώσω. Θα πάω για μπάνια στην Χαβάη και ο σώζων εαυτόν σωθείτω».
Γέρνει στο δεξί πλευρό ο καλός θεούλης, τραβάει και μια εμπριμέ κουβέρτα στα πόδια να μην κρυώνει και παίρνει έναν υπνάκο, αυτόν του δικαίου. Όνειρα αυτός δεν βλέπει, ξέρετε εσείς. Τι να δει εξ’ αλλου, ότι βρίσκεται στο δωμάτιο του η Βάνα Μπάρπα και παίζει μια άρπα, αφού όποτε θέλει την φωνάζει και αυτή έρχεται, με άρπα ή χωρίς άρπα.
Αυτός που ήλθε, δεν ήταν ούτε η Βάνα ούτε κανένα άλλο μυθικό πρόσωπο, ήταν ο Ερμής που έστειλε για να τους πάει το μήνυμα. Μα τι Ερμής ήταν αυτός, ξεπουπουλιασμένος, χωρίς τιράντες, με σκισμένο ιμάτιο και ένα μάτι μαύρο. « Πως είσαι έτσι ρε μούτρο; Καυγάδιζες πάλι με τους εβραίους για τα πετρέλαια;» « Οχι, αρχιμάστορα», του λέει, «πήγα και τους είπα όπως με ορμήνεψες. Στην αρχή τους φάνηκε πως εύκολα θα σου δίναν μια απάντηση, ύστερα όμως τους πιάσαν τα δύσκολα. «Να θυσιάσουμε», είπαν, «τον Ντάουνερ». Νόμισα πως δεν άκουσα καλά και τους ξαναρώτησα. Τότε ήταν που με πήραν με τις πέτρες. «Σταθείτε», τους λέω, ο μεγάλος είπε να θυσιαστεί ένας από εσάς όχι ο ξένος, και προ πάντων, δεν τα βάζουμε με απεσταλμένους - έδωσα έμφαση σ’ αυτό για να γλωτώσω και το δικό μου τομάρι, τρομάρα μου». «Και πού είναι η απάντησή τους Ερμάκο;» «Α! Δεν είναι έτοιμη ακόμα. Εχουν καθίσει όλοι γύρω-γύρω και παίζουν την κολοκυθιά. Ο ένας λέει να θυσιαστεί ο Χριστόφιας, ο άλλος λέει όχι να θυσιάσουμε τον Αναστασιάδη, ο άλλος τον Ομήρου, άλλος τον Λιλλήκα, ένας είπε τον Νταβούταγλου, άλλος πάλι τον Γιοβάνοβιτς, ξέρεις εσύ, ένας το μακρύ του άλλος το κοντό του. Θα με φωνάξουν, λένε, αμα είναι έτοιμοι. Εγώ, όμως, δεν ξαναπάω. Δεν μπορώ να καταλάβω τι λένε και κινδυνεύω. Αμα θες πήγαινε εσύ γιατί αυτοί, ο θεός να κατεβεί, δεν πρόκειται να τα βρούνε και πάλι εμένα θα πάρουν στο κυνήγι».