Sunday 18 October 2009

ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΙΓΜΩΝ - 3


... Συνέχεια από το προηγούμενο


3


ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ



«Δεν θα πάρετε ούτε καφέ ή τσάι;» ρώτησε η αεροσυνοδός όταν αρνήθηκε ευγενικά να πάρει το φαγητό που του πρόσφερε. «Τσάι, ναι, θα πάρω τσάι, παρακαλώ» και πήρε το φλιτζάνι που του έδωσε. Κρατούσε στα χέρια το βιβλίο χωρίς να το κοιτάζει. Χαλάρωνε, όταν ταξίδευε με αεροπλάνο, πιο πολύ γιατί όλο τον χρόνο που θα διαρκούσε η πτήση δεν θα μπορούσε να κάνει και τίποτα περισσότερο. Βυθιζόταν στο βιβλίο ή στις σκέψεις του. Πολλές φορές του φάνηκε σύντομη η πτήση και πως άνετα θα καθόταν έτσι ακόμα περισσότερη ώρα. Τον ευχαριστούσε η δουλειά του και δεν παραπονιόταν για τα συχνά ταξίδια που έπρεπε να κάνει. Το σημερινό όμως, του έφερνε μια αμηχανία. Φρόντισε να κάνει σταθμό μιας μέρας στην Φρανκφούρτη προτού πάει στον προορισμό του, το Αμβούργο, όπου ήταν το γραφείο του τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ο λόγος, για να συναντήσει τον παλιό του συγκάτοικο από τον καιρό που σπούδαζαν μαζί στο Άαχεν, στις αρχές ης δεκαετίας του ογδόντα. Ο Γιούργκεν – Γιώργο τον φώναζε τότε, μετά τις σπουδές του στην μηχανολογία έκανε μεταπτυχιακά και ειδίκευση στη βιομηχανία ιατρικών εργαλείων και εφαρμογών, σε αντίθεση με αυτόν, που μετά την μηχανική αποφάσισε να παρακολουθήσει νομικά στο Λονδίνο. Έχοντας βάση την μηχανολογία και τα νομικά, ασχολήθηκε με ναυτιλιακά και τώρα ήταν διευθυντικό στέλεχος σε ναυτασφαλιστικό οργανισμό που διατηρούσε γραφεία σε πολλές χώρες. Μετά από αρκετά χρόνια στο γραφείο του Λονδίνου, μετετέθη στο Αμβούργο και είχε και την ευθύνη για το γραφείο που πρόσφατα άνοιξαν στη Λεμεσό. Έτσι, μπορούσε πια να πηγαινοέρχεται συχνότερα στην γενέτειρα γη και να βλέπει φίλους και συγγενείς, απολαμβάνοντας και το εξαίρετο κλίμα του τόπου. Μα πάνω απ’ όλα, την θάλασσα, την θάλασσα που τόσο αγαπούσε.


Αναρωτιόταν, πως θα ήταν η συνάντηση του με τον Γιούργκεν. Ο χωρισμός τους δεν έγινε κάτω από πολύ ευχάριστες συνθήκες. Η Αγγέλικα, που ήταν η αιτία διχασμού των δύο φίλων και συγκατοίκων ήταν πια σύζυγος του Γιούργκεν και απ’ ότι ήξερε, από τις λίγες φορές που είχαν κάποιου είδους επικοινωνία, είχαν και δύο παιδιά. Σίγουρα, σκέφτηκε, ούτε ο Γιούργκεν δεν θα έχει πια λόγο να διατηρεί καμία εχθρότητα. Εξ’ άλλου, ο ίδιος που θα έπρεπε να είναι ο παραπονούμενος από την κατάσταση, δεν ένοιωθε κάτι τέτοιο. Απεναντίας, διακατεχόταν από μια νοσταλγία και χαρά που θα ξανάβλεπε τον παλιό του φίλο. Είχε ζητήσει να επισκεφθεί τον Γιούργκεν στο γραφείο του, μια που έφθανε με πρωινή πτήση και ο φίλος του δέχτηκε ευχαρίστως, τον κάλεσε μάλιστα να φάνε μαζί το μεσημέρι.


Φεύγοντας από το παραλιακό εστιατόριο όπου δείπνησαν με την Παυλίνα, την τρίτη φορά που την έβλεπε, μετά την πρώτη τους τυχαία συνάντηση και το συμβάν με το σκύλο, είχε στο μυαλό του να διευθετήσει αυτή την συνάντηση στην Φραγκφούρτη. Είχε προηγηθεί η επίσκεψή του στο σπίτι της όπου γνώρισε τον Τάκη. Ομορφόπαιδο, με καστανόξανθα μαλλιά και μπλε μάτια, έμοιαζε στον πατέρα του, όπως αντιλήφθηκε από τις φωτογραφίες που είδε στο σαλόνι. Ιταλός, από την Γένοβα, ο Πιέτρο Φορτίνι, είχε έρθει να δουλέψει σαν πολιτικός μηχανικός στην εταιρεία που ανέλαβε την επέκταση του λιμανιού της Αμμοχώστου στα τέλη του εξήντα. Εκεί, γνώρισε την μητέρα της Παυλίνας, την Νίνα, μια ιδιαίτερα όμορφη νεαρή και δραστήρια κοπέλα που μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές της στη παιδαγωγική ακαδημία και δίδασκε σ’ ένα δημοτικό σχολείο της πόλης. Παντρεύτηκαν, έζησαν μιαν ευχάριστη και άνετη ζωή μέχρι το 1974 που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αμμόχωστο που αγαπούσαν, εξ’ αιτίας της τουρκικής εισβολής και κατοχής της πόλης, αφού εν τω μεταξύ είχαν αποκτήσει την Παυλίνα. Μετά από πέντε χρόνια που έζησαν στην Λεμεσό, μετακόμισαν οικογενειακώς στην Γένοβα, στο πατρικό σπίτι του Πιέτρο. Εκεί χάσανε την Νίνα, μετά από σύντομη ασθένεια με την επάρατη νόσο.


Ο Τάκης, ήταν πολύ επιφυλακτικός όταν τον επισκέφθηκε ο Νικόλας με την αδελφή του. Αυτό, όπως εύκολα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει, δεν είχε τίποτα να κάνει με τους επισκέπτες του αλλά με την διάθεση του και τον μαρασμό στον οποίον βρισκόταν μετά το τραγικό ατύχημα και το κτύπημα της μοίρας. Έρχονται στιγμές που ξεχνιέται κανείς, ακόμα και αν χάσει τους γονείς του όπως αυτός, αλλά πως ξεχνάς την παντοτινή καθήλωση στην αναπηρική καρέκλα. Με τις συζητήσεις που είχαν στην συνέχεια και ιδιαίτερα όταν άρχισαν να μιλούν για την θάλασσα που και οι δύο αγαπούσαν, ο Τάκης ξανοίχτηκε λιγάκι και έδωσε στο Νικόλα να καταλάβει ότι ευχαρίστως θα τον ξανάβλεπε. Αυτό ήταν που τον έκανε να αρχίσει να στριφογυρίζει στο μυαλό του ξανά την ιδέα να ωθήσει με κάποιο τρόπο τον Τάκη να ξαναπιάσει την ζωή από τα μαλλιά και να βγει από την απομόνωση. Ήθελε πολύ να βοηθήσει αυτό το παιδί που από την πρώτη φορά που γνώρισε, το είδε σαν το δικό του παιδί, αυτό που ποτέ δεν ευτύχησε να έχει.


Εκρηκτικός, όπως πάντα, ο Γιούργκεν, έτρεξε στην είσοδο μόλις του ανήγγειλαν την άφιξη του και τον σφικταγκάλιασε. Μόνο που δεν τον μετέφερε σηκωτό στο γραφείο του. Αν υπήρχαν ακόμα αμφιβολίες στο κεφάλι του Νικόλα για τα αισθήματα του Γιούργκεν, αυτές διαλύθηκαν μεμιάς. Ήταν σαν να μην χώρισαν ποτέ. Τα είπαν λιγάκι και ο Γιούργκεν πρότεινε να βγουν για ένα απεριτίφ, μια που ήταν ήδη μεσημέρι Παρασκευής και αφού είχαν προγραμματισμένο γεύμα, δεν σκόπευε να επιστρέψει στο γραφείο, παρά μόνο να επιμηκύνει την αργία του σαββατοκύριακου κατά ένα απόγευμα. Απολαμβάνοντας ένα ποτήρι μαύρης γερμανικής μπύρας είπαν τα δικά τους, που δεν ήταν και λίγα. Ο Νικόλας, όμως, νοιαζόταν να του πει τον ιδιαίτερο λόγο για τον οποίον ήθελε να τον συναντήσει και μόλις βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, του εξήγησε τα πάντα για τον Τάκη. Δεν θα μπορούσε να μιλήσει σε καταλληλότερο πρόσωπο. Ο Γιούργκεν, ήξερε ακριβώς τι έψαχνε ο Νικόλας.


Στο εστιατόριο που πήγαν για φαγητό, περίμενε ακόμα μια έκπληξη τον Νικόλα. Ο Γιούργκεν είχε διευθετήσει να τους συναντήσει εκεί η Αγγέλικα. Το φαγητό ήταν επίσης εκπληκτικό. Άρχισαν με φιλετάκια φρεσκότατης καπνιστής ρέγκας γαρνιρισμένα με κρεμμύδι, κάπαρη και πολύ λεπτές φέτες μποτάργκας από κέφαλο μεσογείου που τα συνόδευσαν μ’ ένα ποτήρι γερμανικού reisling από την περιοχή του Ρήνου. Συνέχισαν με αχνιστά μύδια μαγειρευμένα σε αφρώδη γερμανικό οίνο που απόλαυσαν μαζί με ένα μπουκάλι από το ίδιο κρασί όπου ψήθηκαν τα μύδια, ένα εξαιρετικής ποιότητας Sekt που παρήχθη εξ ολοκλήρου από Riesling. Για κύριο πιάτο προτίμησαν όλοι το αγαπημένο του Blaue Forelle, φρέσκια πέστροφα ψημένη σε ζωμό που περιέχει ξύδι και πολλά βότανα και η οποία μόνο όταν είναι πολύ φρέσκια, με το ψήσιμο παίρνει ένα μπλε μεταλλικό χρώμα. Με την πέστροφα τελείωσαν και το μπουκάλι με το reisling που είχαν παραγγείλει στην αρχή. Για επιδόρπιο, ούτε λόγος. Το παρέκαμψαν και πήραν μόνο καφέ.


Οι τρεις τους πέρασαν ένα ευχάριστο απόγευμα όπου απόλαυσαν ένα εξαιρετικό και πλούσιο γεύμα και είπαν πολλά αλλά πάνω απ’ όλα, γέλασαν πολύ, όπως γελούσαν και τότε.


***

Συνεχίζεται...


No comments: